πεδαίχμιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>éol. c.</i> [[μεταίχμιος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>éol. c.</i> [[μεταίχμιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεδαίχμιος:''' эол. = [[μεταίχμιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεδαίχμιος:''' -ον, Αιολ. ή Δωρ. αντί <i>μετ-αίχμιος</i>.
|lsmtext='''πεδαίχμιος:''' -ον, Αιολ. ή Δωρ. αντί <i>μετ-αίχμιος</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''πεδαίχμιος:''' эол. = [[μεταίχμιος]].
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδαίχμιος Medium diacritics: πεδαίχμιος Low diacritics: πεδαίχμιος Capitals: ΠΕΔΑΙΧΜΙΟΣ
Transliteration A: pedaíchmios Transliteration B: pedaichmios Transliteration C: pedaichmios Beta Code: pedai/xmios

English (LSJ)

ον, Aeol. or Dor. for μετ-, A.Ch.589 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 540] u. ä., äol. u. dor. = μεταίρω, μεταίχμιος, s. Eur. Phoen. 1027 und Aesch. Ch. 582.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
éol. c. μεταίχμιος.

Russian (Dvoretsky)

πεδαίχμιος: эол. = μεταίχμιος.

Greek (Liddell-Scott)

πεδαίχμιος: -ον, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταίχμιος, Αἰσχύλ. Χο. 589.

Greek Monolingual

-ον, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μεταίχμιος.

Greek Monotonic

πεδαίχμιος: -ον, Αιολ. ή Δωρ. αντί μετ-αίχμιος.