πραϋντικός: Difference between revisions

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à adoucir, à apaiser.<br />'''Étymologie:''' [[πραΰνω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à adoucir, à apaiser.<br />'''Étymologie:''' [[πραΰνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρᾱϋντικός:''' [[успокаивающий]]: τὰ πραϋντικά Arst. успокаивающие средства.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρᾱϋντικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] στο να καταπραΰνει, να κατευνάζει, σε Αριστ.
|lsmtext='''πρᾱϋντικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] στο να καταπραΰνει, να κατευνάζει, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρᾱϋντικός:''' [[успокаивающий]]: τὰ πραϋντικά Arst. успокаивающие средства.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρᾱϋντικός, ή, όν<br />fit for [[appeasing]], Arist. from [[πραΰνω]]
|mdlsjtxt=πρᾱϋντικός, ή, όν<br />fit for [[appeasing]], Arist. from [[πραΰνω]]
}}
}}

Revision as of 15:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραϋντικός Medium diacritics: πραϋντικός Low diacritics: πραϋντικός Capitals: ΠΡΑΫΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: praüntikós Transliteration B: prauntikos Transliteration C: prayntikos Beta Code: prau+ntiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fit for appeasing, Arist.Rh. 1380a31: esp. Medic., relieving, ἰσχιάδος Dsc.2.80, cf. Sor.2.38.

German (Pape)

[Seite 696] besänftigend, zum Besänftigen geschickt, Arist. rhet. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à adoucir, à apaiser.
Étymologie: πραΰνω.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱϋντικός: успокаивающий: τὰ πραϋντικά Arst. успокаивающие средства.

Greek (Liddell-Scott)

πραϋντικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς πράϋνσιν κατάλληλος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 10.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πραϋντικός, -ή, -όν, ΝΑ πραϋντής
1. αυτός που είναι ικανός να καταπραΰνει, κατευναστικός
2. ιατρ. καταπραϋντικός, ανακουφιστικός.
επίρρ...
πραϋντικώς / πραϋντικῶς ΝΑ, πραϋντικά Ν
κατά τρόπο πραϋντικό.

Greek Monotonic

πρᾱϋντικός: -ή, -όν, κατάλληλος στο να καταπραΰνει, να κατευνάζει, σε Αριστ.

Middle Liddell

πρᾱϋντικός, ή, όν
fit for appeasing, Arist. from πραΰνω