προκατακρίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=condamner d'avance, porter d'avance un jugement défavorable sur <i>ou</i> contre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατακρίνω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[προκαταγιγνώσκω]].
|btext=condamner d'avance, porter d'avance un jugement défavorable sur <i>ou</i> contre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατακρίνω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[προκαταγιγνώσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προκατακρίνω:''' (ῑ) заранее судить, заранее ожидать, предчувствовать (προσδοκᾶν καὶ προκατακεκρικέωαι τι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[κατακρίνω]]<br /><b>1.</b> [[κατηγορώ]], [[κατακρίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] εκ τών προτέρων, από [[πρόληψη]] ως [[κακό]]<br /><b>2.</b> [[κατακρίνω]] [[κάτι]] σε [[σύγκριση]] με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=Α [[κατακρίνω]]<br /><b>1.</b> [[κατηγορώ]], [[κατακρίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] εκ τών προτέρων, από [[πρόληψη]] ως [[κακό]]<br /><b>2.</b> [[κατακρίνω]] [[κάτι]] σε [[σύγκριση]] με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
{{elru
|elrutext='''προκατακρίνω:''' (ῑ) заранее судить, заранее ожидать, предчувствовать (προσδοκᾶν καὶ προκατακεκρικέωαι τι Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατακρίνω Medium diacritics: προκατακρίνω Low diacritics: προκατακρίνω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΚΡΙΝΩ
Transliteration A: prokatakrínō Transliteration B: prokatakrinō Transliteration C: prokatakrino Beta Code: prokatakri/nw

English (LSJ)

[ῑ], form a prejudgement of, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα Plu.2.112d; reject in comparison with, f.l. in AP12.207 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 728] wider Einen urtheilen, von Jem. etwas Böses denken, erwarten, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα, Plut. Consol. ad Apollon. p. 344.

French (Bailly abrégé)

condamner d'avance, porter d'avance un jugement défavorable sur ou contre, acc..
Étymologie: πρό, κατακρίνω.
Par. προκαταγιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

προκατακρίνω: (ῑ) заранее судить, заранее ожидать, предчувствовать (προσδοκᾶν καὶ προκατακεκρικέωαι τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προκατακρίνω: [ῑ], κατακρίνω ἐκ τῶν προτέρων, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα Πλούτ. 2. 112C.

Greek Monolingual

Α κατακρίνω
1. κατηγορώ, κατακρίνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων, από πρόληψη ως κακό
2. κατακρίνω κάτι σε σύγκριση με κάτι άλλο.