πορθμεία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] ἡ, das Überfahren, Übersetzen über einen Fluß, Plut. Rom. 6, Schol. Eur. Alc. 263; – Wassertransport, Strab. 5, 3, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] ἡ, das Überfahren, Übersetzen über einen Fluß, Plut. Rom. 6, Schol. Eur. Alc. 263; – Wassertransport, Strab. 5, 3, 7.
}}
{{elru
|elrutext='''πορθμείᾱ:''' ἡ [[переправа]], [[перевоз]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ Α [[πορθμεύω]]<br /><b>1.</b> η [[διαπόρθμευση]], το [[πέρασμα]] στην [[απέναντι]] όχθη ή [[ακτή]], η διά θαλάσσης [[μεταφορά]]<br /><b>2.</b> το [[επάγγελμα]] του πορθμέα.
|mltxt=ἡ Α [[πορθμεύω]]<br /><b>1.</b> η [[διαπόρθμευση]], το [[πέρασμα]] στην [[απέναντι]] όχθη ή [[ακτή]], η διά θαλάσσης [[μεταφορά]]<br /><b>2.</b> το [[επάγγελμα]] του πορθμέα.
}}
{{elru
|elrutext='''πορθμείᾱ:''' ἡ [[переправа]], [[перевоз]] Plut.
}}
}}

Revision as of 15:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορθμεία Medium diacritics: πορθμεία Low diacritics: πορθμεία Capitals: ΠΟΡΘΜΕΙΑ
Transliteration A: porthmeía Transliteration B: porthmeia Transliteration C: porthmeia Beta Code: porqmei/a

English (LSJ)

ἡ, A ferrying across a river, SIG1262.10 (Smyrna), Apollod.2.7.6. II conveyance by water, Str.5.3.7.

German (Pape)

[Seite 683] ἡ, das Überfahren, Übersetzen über einen Fluß, Plut. Rom. 6, Schol. Eur. Alc. 263; – Wassertransport, Strab. 5, 3, 7.

Russian (Dvoretsky)

πορθμείᾱ:переправа, перевоз Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πορθμεία: ἡ, τὸ πορθμεύειν, διαπόρθμευσις, Ἀπολλόδ. 2. 7, 6· πρβλ. πορθμία.

Greek Monolingual

ἡ Α πορθμεύω
1. η διαπόρθμευση, το πέρασμα στην απέναντι όχθη ή ακτή, η διά θαλάσσης μεταφορά
2. το επάγγελμα του πορθμέα.