προμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2 inf. Pass.</i> προμιγῆναι;<br />mêler auparavant ; <i>Pass.</i> s'unir auparavant avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μίγνυμι]].
|btext=<i>ao.2 inf. Pass.</i> προμιγῆναι;<br />mêler auparavant ; <i>Pass.</i> s'unir auparavant avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μίγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''προμίγνῡμι:''' [[ранее смешивать]]: προμῐγῆναί τινι Hom. вступить в связь с кем-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προμίγνῡμι:''' μέλ. -[[μίξω]], [[αναμειγνύω]] από [[πριν]] — Παθ., <i>παλλακίδι προμῐγῆναι</i> (απαρ. αορ. βʹ), [[συνευρίσκομαι]] μαζί της από [[πριν]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''προμίγνῡμι:''' μέλ. -[[μίξω]], [[αναμειγνύω]] από [[πριν]] — Παθ., <i>παλλακίδι προμῐγῆναι</i> (απαρ. αορ. βʹ), [[συνευρίσκομαι]] μαζί της από [[πριν]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''προμίγνῡμι:''' [[ранее смешивать]]: προμῐγῆναί τινι Hom. вступить в связь с кем-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[μίξω]]<br />to [[mingle]] [[beforehand]]:—Pass., παλλακίδι προμῐγῆναι (aor2 inf.) to [[have]] [[intercourse]] with her [[before]], Il.
|mdlsjtxt=fut. -[[μίξω]]<br />to [[mingle]] [[beforehand]]:—Pass., παλλακίδι προμῐγῆναι (aor2 inf.) to [[have]] [[intercourse]] with her [[before]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 15:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμίγνυμι Medium diacritics: προμίγνυμι Low diacritics: προμίγνυμι Capitals: ΠΡΟΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: promígnymi Transliteration B: promignymi Transliteration C: promignymi Beta Code: promi/gnumi

English (LSJ)

v. προμείγνυμι.

German (Pape)

[Seite 734] (s. μίγνυμι), vor od. vorher vermischen, παλλακίδι προμιγῆναι, vorher mit dem Kebsweibe Gemeinschaft pflegen, Iliad. 9, 452.

French (Bailly abrégé)

ao.2 inf. Pass. προμιγῆναι;
mêler auparavant ; Pass. s'unir auparavant avec, τινι.
Étymologie: πρό, μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

προμίγνῡμι: ранее смешивать: προμῐγῆναί τινι Hom. вступить в связь с кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

προμίγνῡμι: μιγνύω ἐκ τῶν προτέρων· ― Παθ., παλλακίδι προμῐγῆναι, «μιγῆναι. συνελθεῖν» (Εὐστ.), Ἰλ. Ι. 452.

Greek Monolingual

Α μείγνυμι, μίγνυμι
1. αναμιγνύομαι προηγουμένως
2. μτφ. συνουσιάζομαι προηγουμένως.

Greek Monotonic

προμίγνῡμι: μέλ. -μίξω, αναμειγνύω από πριν — Παθ., παλλακίδι προμῐγῆναι (απαρ. αορ. βʹ), συνευρίσκομαι μαζί της από πριν, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

fut. -μίξω
to mingle beforehand:—Pass., παλλακίδι προμῐγῆναι (aor2 inf.) to have intercourse with her before, Il.