πρόφορος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se porte en avant, qui s'avance;<br /><b>2</b> qui précède.<br />'''Étymologie:''' [[προφέρω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se porte en avant, qui s'avance;<br /><b>2</b> qui précède.<br />'''Étymologie:''' [[προφέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρόφορος:''' <b class="num">II</b> ὁ (sc. [[ἰχώρ]]) физиол. околоплодные воды Arst.<br />предшествующий Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[προφέρω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται [[μπροστά]] από κάποιον<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πρόφορος]]<br />το [[υγρό]] [[ανάμεσα]] στο [[έμβρυο]] και στους υμένες που το περιβάλλουν, τα «νερά» της επιτόκου.
|mltxt=-ον, Α [[προφέρω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται [[μπροστά]] από κάποιον<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πρόφορος]]<br />το [[υγρό]] [[ανάμεσα]] στο [[έμβρυο]] και στους υμένες που το περιβάλλουν, τα «νερά» της επιτόκου.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόφορος:''' <b class="num">II</b> ὁ (sc. [[ἰχώρ]]) физиол. околоплодные воды Arst.<br />предшествующий Anth.
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόφορος Medium diacritics: πρόφορος Low diacritics: πρόφορος Capitals: ΠΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: próphoros Transliteration B: prophoros Transliteration C: proforos Beta Code: pro/foros

English (LSJ)

ον, A put forward, προφόρῳ ποδί Il.Pers.6.2. II πρόφορος, , the fluid in which the foetus floats, discharged before parturition, forewaters, Arist.HA586a30.

German (Pape)

[Seite 798] ὁ, das Wasser zwischen der Leibesfrucht und den sie umgebenden Häuten, Arist. H. A. 7, 7, ὑγρότης ὑδατώδης καὶ ἰχωρώδης, ἢ αἱματώδης, ὁ καλούμενος ὑπὸ τῶν γυναικῶν πρόφορος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se porte en avant, qui s'avance;
2 qui précède.
Étymologie: προφέρω.

Russian (Dvoretsky)

πρόφορος: II ὁ (sc. ἰχώρ) физиол. околоплодные воды Arst.
предшествующий Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πρόφορος: -ον, προηγούμενος, Ἀρκτῖνος παρὰ Διομήδ. 3. 5. ΙΙ. (ὑπονοουμένου τοῦ ἰχώρ), ὁ, τὸ ὑδατῶδες καὶ ἰχωρῶδες ὑγρὸν ἐν ᾧ τὸ ἔμβρυον ζῇ καὶ ὅπερ ἐκχύνεται πρὸ τοῦ τοκετοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3· πρβλ. ὕδρωψ Ι. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α προφέρω
1. αυτός που τοποθετείται μπροστά από κάποιον
2. το αρσ. ως ουσ.πρόφορος
το υγρό ανάμεσα στο έμβρυο και στους υμένες που το περιβάλλουν, τα «νερά» της επιτόκου.