Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰχωρώδης

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχωρώδης Medium diacritics: ἰχωρώδης Low diacritics: ιχωρώδης Capitals: ΙΧΩΡΩΔΗΣ
Transliteration A: ichōrṓdēs Transliteration B: ichōrōdēs Transliteration C: ichorodis Beta Code: i)xwrw/dhs

English (LSJ)

[ῑ], ες, = ἰχωροειδής, Hp.Morb.3.16, v.l. in Arist.HA586a29.

German (Pape)

[Seite 1277] ες, = ἰχωροειδής, Hippocr., Galen. ἴψ, ἰπός, ὁ (ἀπὸ τοῦ ἴπτω, Schol. Aesch. Prom. 365), ein Wurm, der Horn u. Holz anfrißt, Hesych., nach Od. 21, 395 μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν. Bei Theophr. ein dem Weinstocke schädliches Insekt. Vgl. ἶξ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχωρώδης: Arst. v.l. = ἰχωροειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχωρώδης: -ες, = ἰχωροειδής, Ἱππ. 494. 3, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3.

Greek Monolingual

-ες (Α ἰχωρώδης, -ες)
ιχωροειδής, όμοιος με ιχώρα, υδαρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχώρ + -ώδης (πρβλ. αιματώδης, πυώδης)].