ἰχωρώδης
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
[ῑ], ες, = ἰχωροειδής, Hp.Morb.3.16, v.l. in Arist.HA586a29.
German (Pape)
[Seite 1277] ες, = ἰχωροειδής, Hippocr., Galen. ἴψ, ἰπός, ὁ (ἀπὸ τοῦ ἴπτω, Schol. Aesch. Prom. 365), ein Wurm, der Horn u. Holz anfrißt, Hesych., nach Od. 21, 395 μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν. Bei Theophr. ein dem Weinstocke schädliches Insekt. Vgl. ἶξ.
Russian (Dvoretsky)
ἰχωρώδης: Arst. v.l. = ἰχωροειδής.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχωρώδης: -ες, = ἰχωροειδής, Ἱππ. 494. 3, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3.
Greek Monolingual
-ες (Α ἰχωρώδης, -ες)
ιχωροειδής, όμοιος με ιχώρα, υδαρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχώρ + -ώδης (πρβλ. αιματώδης, πυώδης)].