στραγγαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=étrangler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[στραγγάλη]].
|btext=étrangler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[στραγγάλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''στραγγᾰλίζω:''' Plut. = [[στραγγαλάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στραγγᾰλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[στράγξ]]), [[στραγγαλίζω]], [[απαγχονίζω]], [[πνίγω]], [[καρυδώνω]], σε Στράβ.
|lsmtext='''στραγγᾰλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[στράγξ]]), [[στραγγαλίζω]], [[απαγχονίζω]], [[πνίγω]], [[καρυδώνω]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''στραγγᾰλίζω:''' Plut. = [[στραγγαλάω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στραγγᾰλίζω, fut. -σω [[στράγξ]]<br />to [[strangle]], Strab.
|mdlsjtxt=στραγγᾰλίζω, fut. -σω [[στράγξ]]<br />to [[strangle]], Strab.
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγᾰλίζω Medium diacritics: στραγγαλίζω Low diacritics: στραγγαλίζω Capitals: ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΖΩ
Transliteration A: strangalízō Transliteration B: strangalizō Transliteration C: straggalizo Beta Code: straggali/zw

English (LSJ)

strangle, Str.6.1.8 (as v.l.), Plu.2.530d; τὸν τράχηλον Alciphr.3.49.

German (Pape)

[Seite 950] erwürgen, stranguliren, τινά, Plut. de vit. pud. 4; τὸν τράχηλον, Alciphr. 3, 49.

French (Bailly abrégé)

étrangler, acc..
Étymologie: στραγγάλη.

Russian (Dvoretsky)

στραγγᾰλίζω: Plut. = στραγγαλάω.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγᾰλίζω: δι’ ἀγχόνης πνίγω, ἀπαγχονίζω, Λατιν. strangulare, Στράβ. 260, Πλούτ. 2. 530D· τὸν τράχηλον Ἀλκίφρων 3. 49.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και στραγγουλίζω Ν στραγγάλη / στραγγούλα]
1. πνίγω, θανατώνω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με σχοινί ή με ύφασμα (α. «στραγγάλισε τον άντρα της» β. «στραγγαλίζειν τὸν τράχηλον»)
2. απαγχονίζω
νεοελλ.
1.ναυτ. συσφίγγω δύο σχοινιά χρησιμοποιώντας στραγγάλη
2. συγκρατώ χαλαρωμένη αλυσίδα άγκυρας με στραγγαλιστήρα
3. μτφ. καταπνίγω, καταπατώ (α. «στραγγαλίζω την αλήθεια» β. «στραγγαλίζουν τα δικαιώματα της μειοψηφίας»).

Greek Monotonic

στραγγᾰλίζω: μέλ. -σω (στράγξ), στραγγαλίζω, απαγχονίζω, πνίγω, καρυδώνω, σε Στράβ.

Middle Liddell

στραγγᾰλίζω, fut. -σω στράγξ
to strangle, Strab.