πυριφλεγέθων: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br />aux flammes ardentes.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], φλέγέθω.
|btext=οντος (ὁ) :<br />aux flammes ardentes.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], φλέγέθω.
}}
{{elru
|elrutext='''πῠριφλεγέθων:''' 2, gen. οντος сверкающий огнем ([[ἔσοπτρον]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῠρῐφλεγέθων:''' -ουσα, -ον, αυτός που λάμπει, όπως η [[φλόγα]] της φωτιάς· ως ουσ., ο Πυριφλεγέθονας, [[ένας]] από τους ποταμούς του Άδη, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πῠρῐφλεγέθων:''' -ουσα, -ον, αυτός που λάμπει, όπως η [[φλόγα]] της φωτιάς· ως ουσ., ο Πυριφλεγέθονας, [[ένας]] από τους ποταμούς του Άδη, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πῠριφλεγέθων:''' 2, gen. οντος сверкающий огнем ([[ἔσοπτρον]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[fire]]-[[blazing]]: as [[substantive]], [[Pyriphlegethon]], one of the rivers of [[hell]], Od.
|mdlsjtxt=<br />[[fire]]-[[blazing]]: as [[substantive]], [[Pyriphlegethon]], one of the rivers of [[hell]], Od.
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριφλεγέθων Medium diacritics: πυριφλεγέθων Low diacritics: πυριφλεγέθων Capitals: ΠΥΡΙΦΛΕΓΕΘΩΝ
Transliteration A: pyriphlegéthōn Transliteration B: pyriphlegethōn Transliteration C: pyriflegethon Beta Code: puriflege/qwn

English (LSJ)

ουσα, ον, A blazing like fire, ἔσοπτρον Agesianax ap.Plu.2.921b. II pr. n. Pyriphlegethon, one of the rivers of hell, Od.10.513, Pl.Phd. 114a.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
aux flammes ardentes.
Étymologie: πῦρ, φλέγέθω.

Russian (Dvoretsky)

πῠριφλεγέθων: 2, gen. οντος сверкающий огнем (ἔσοπτρον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρῐφλεγέθων: -ουσα, -ον, λάμπων ὡς φλὸξ πυρός, ἔσοπτρον Ἀγησιάναξ παρὰ Πλουτ. 2. 921Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ Πυριφλεγέθων, εἷς τῶν ποταμῶν τοῦ Ἅιδου, οὗ τὰ ῥεῖθρα ἦσαν πυριφλεγῆ κατὰ τὰ μυθολογούμενα, Ὀδ. Κ. 513, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 114Α.

Greek Monolingual

και πυρφλεγέθων, -ουσα, -ον, Α
1. αυτός που φλέγεται σαν τη φωτιά, ο όμοιος με πύρινες φλόγες
2. ως κύριο όν. ὁ Πυριφλεγέθων
ένας από τους τρεις ποταμούς του Άδη για τον οποίο λεγόταν ότι είχε ρείθρα που ανέδιδαν πύρινες φλόγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + φλεγέθων, μτχ. του φλεγέθω, ποιητ. τ. του ρ. φλέγω.

Greek Monotonic

πῠρῐφλεγέθων: -ουσα, -ον, αυτός που λάμπει, όπως η φλόγα της φωτιάς· ως ουσ., ο Πυριφλεγέθονας, ένας από τους ποταμούς του Άδη, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell


fire-blazing: as substantive, Pyriphlegethon, one of the rivers of hell, Od.