συναναστροφή: Difference between revisions
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1000.png Seite 1000]] ἡ, das Mitzurückkehren, Sp. – Bes. im, plur. Umgang, geselliges Vergnügen, D. Sic. 4, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1000.png Seite 1000]] ἡ, das Mitzurückkehren, Sp. – Bes. im, plur. Umgang, geselliges Vergnügen, D. Sic. 4, 4. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναναστροφή:''' ἡ общение, связь: αἱ τῶν [[φίλων]] συναναστροφαί Diod. встречи с друзьями. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>1.</b> το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί [[κανείς]] φιλικά με άλλους, [[επικοινωνία]], [[συγχρωτισμός]], [[συντροφιά]] (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ [[συμβίωσις]] αὐτῆς», ΠΔ<br />γ. «διὰ τὴν τῶν ἀπίστων συναναστροφήν», <b>Άνν. Κομν.</b>)<br /><b>2.</b> φιλική [[συγκέντρωση]], οικογενειακή δεξίωξη (α. «ένα [[φόρεμα]] κατάλληλο για το [[θέατρο]], για μια [[συναναστροφή]]» β. «κατὰ δὲ τὰς [[φίλων]] συναναστροφάς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />η [[παρουσία]] του Χριστού στον κόσμο, η [[ενσάρκωση]] («τῆς καθ' ἡμᾶς αὐτοῦ συναναστροφῆς», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρόπος]] ζωής, [[διαγωγή]] («[[χηροσύνη]] μετὰ ἀχράντου συναναστροφῆς», Επιφάν.). | |mltxt=η, ΝΜΑ [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>1.</b> το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί [[κανείς]] φιλικά με άλλους, [[επικοινωνία]], [[συγχρωτισμός]], [[συντροφιά]] (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ [[συμβίωσις]] αὐτῆς», ΠΔ<br />γ. «διὰ τὴν τῶν ἀπίστων συναναστροφήν», <b>Άνν. Κομν.</b>)<br /><b>2.</b> φιλική [[συγκέντρωση]], οικογενειακή δεξίωξη (α. «ένα [[φόρεμα]] κατάλληλο για το [[θέατρο]], για μια [[συναναστροφή]]» β. «κατὰ δὲ τὰς [[φίλων]] συναναστροφάς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />η [[παρουσία]] του Χριστού στον κόσμο, η [[ενσάρκωση]] («τῆς καθ' ἡμᾶς αὐτοῦ συναναστροφῆς», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρόπος]] ζωής, [[διαγωγή]] («[[χηροσύνη]] μετὰ ἀχράντου συναναστροφῆς», Επιφάν.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:53, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, living with, intercourse, Epicur.Sent.Vat.18, LXX Wi.8.16, Phld.D.3 Fr.87, J.AJ18.6.9; πρός τινας Supp.Epigr. 7.825.7 (Jerash, ii A.D.): pl., D.S.4.4, Arr.Epict.1.9.5, Hierocl.p.58 A.
German (Pape)
[Seite 1000] ἡ, das Mitzurückkehren, Sp. – Bes. im, plur. Umgang, geselliges Vergnügen, D. Sic. 4, 4.
Russian (Dvoretsky)
συναναστροφή: ἡ общение, связь: αἱ τῶν φίλων συναναστροφαί Diod. встречи с друзьями.
Greek (Liddell-Scott)
συναναστροφή: ἡ, ἐν τῷ πληθ., τὸ συναναστρέφεσθαι, συνδιατριβή, ἐπιμιξία, Διόδ. 4. 4, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 9, 5, κτλ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συναναστρέφομαι
1. το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί κανείς φιλικά με άλλους, επικοινωνία, συγχρωτισμός, συντροφιά (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσις αὐτῆς», ΠΔ
γ. «διὰ τὴν τῶν ἀπίστων συναναστροφήν», Άνν. Κομν.)
2. φιλική συγκέντρωση, οικογενειακή δεξίωξη (α. «ένα φόρεμα κατάλληλο για το θέατρο, για μια συναναστροφή» β. «κατὰ δὲ τὰς φίλων συναναστροφάς», Διόδ.)
μσν.
η παρουσία του Χριστού στον κόσμο, η ενσάρκωση («τῆς καθ' ἡμᾶς αὐτοῦ συναναστροφῆς», Δαμασκ. Ι.)
μσν.-αρχ.
τρόπος ζωής, διαγωγή («χηροσύνη μετὰ ἀχράντου συναναστροφῆς», Επιφάν.).