τέτρατος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><i>épq. c.</i> [[τέταρτος]] ; τὸ τέτρατον IL la quatrième fois.<br />'''Étymologie:''' [[τέτταρες]].
|btext=η, ον :<br /><i>épq. c.</i> [[τέταρτος]] ; τὸ τέτρατον IL la quatrième fois.<br />'''Étymologie:''' [[τέτταρες]].
}}
{{elru
|elrutext='''τέτρᾰτος:''' Hom., Hes., Pind. = [[τέταρτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τέτρᾰτος:''' -η, -ον, ποιητ. αντί [[τέταρτος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τὸ τέταρτον</i>, η τέταρτη [[φορά]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''τέτρᾰτος:''' -η, -ον, ποιητ. αντί [[τέταρτος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τὸ τέταρτον</i>, η τέταρτη [[φορά]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τέτρᾰτος:''' Hom., Hes., Pind. = [[τέταρτος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τέτρᾰτος, η, ον [poetic for [[τέταρτος]]<br />[[fourth]], Hom., etc.; τὸ τέτρατον the [[fourth]] [[time]], Il., Hes.
|mdlsjtxt=τέτρᾰτος, η, ον [poetic for [[τέταρτος]]<br />[[fourth]], Hom., etc.; τὸ τέτρατον the [[fourth]] [[time]], Il., Hes.
}}
}}

Revision as of 15:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέτρᾰτος Medium diacritics: τέτρατος Low diacritics: τέτρατος Capitals: ΤΕΤΡΑΤΟΣ
Transliteration A: tétratos Transliteration B: tetratos Transliteration C: tetratos Beta Code: te/tratos

English (LSJ)

η, ον, poet. for τέταρτος, fourth, Pi.P.4.47; τὸ τέτρατον the fourth time, Il.13.20, 21.177, Hes.Op.596, Sc.363:—of a bandage, στηθοδεσμίδα, ἥν τινες τέτρατον καλοῦσι, Gal.18(1).823 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1099] poet. statt τέταρτος, der, die, das vierte, Hom., Hes., Pind. u. A.; τὸ τέτρατον, zum vierten Male, Il. 21, 117 Hes. O. 598 Sc. 363.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
épq. c. τέταρτος ; τὸ τέτρατον IL la quatrième fois.
Étymologie: τέτταρες.

Russian (Dvoretsky)

τέτρᾰτος: Hom., Hes., Pind. = τέταρτος.

Greek (Liddell-Scott)

τέτρᾰτος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ τέταρτος, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ.· τὸ τέτρατον, τετάρτη φορά, Ἰλ. Φ. 177. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 594, Ἀσπ. Ἡρ. 363.

English (Autenrieth)

see τέταρτος.

English (Slater)

τέτρᾰτος, τέταρτος fourth μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον (O. 1.60) [[[ἅμα]] πρώτοις ἄρξεται καὶ τετράτοις (codd.: τερτάτοις Ahrens) (O. 8.46) ] “τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (i. e. of the fourth generation descended from Euphamos) (P. 4.47) πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας, τετράτῳ δ αὐτὸς ἐπεδάθη (τε- τάρτῳ v.l.: ἀντὶ τοῦ τετάρτῳ καὶ δεκάτῳ, Σ B Hom. K 252, cf. fr. 171) fr. 135.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, Α
βλ. τέταρτος.

Greek Monotonic

τέτρᾰτος: -η, -ον, ποιητ. αντί τέταρτος, σε Όμηρ. κ.λπ.· τὸ τέταρτον, η τέταρτη φορά, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

τέτρᾰτος, η, ον [poetic for τέταρτος
fourth, Hom., etc.; τὸ τέτρατον the fourth time, Il., Hes.