συνεγγισμός: Difference between revisions
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de se rapprocher tout à fait.<br />'''Étymologie:''' [[συνεγγίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />action de se rapprocher tout à fait.<br />'''Étymologie:''' [[συνεγγίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεγγισμός:''' ὁ [[приближение]], [[сближение]] (πρός τινα Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεγγισμός:''' ὁ, [[πλησίασμα]] από κοινού, αμοιβαία [[προσέγγιση]], [[σύγκλιση]], λέγεται για αστερισμούς, σε Στράβ. | |lsmtext='''συνεγγισμός:''' ὁ, [[πλησίασμα]] από κοινού, αμοιβαία [[προσέγγιση]], [[σύγκλιση]], λέγεται για αστερισμούς, σε Στράβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συνεγγισμός]], οῦ, ὁ, [from [[συνεγγίζω]]<br />a [[drawing]] near [[together]], of constellations, Strab. | |mdlsjtxt=[[συνεγγισμός]], οῦ, ὁ, [from [[συνεγγίζω]]<br />a [[drawing]] near [[together]], of constellations, Strab. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, approach, nearness, of constellations, Str.3.5.9, Ptol.Geog.1.13.1, etc.; τῆς ἀποτέξεως Sor.1.66; πρὸς τὴν ἀρετήν Arr.Epict.1.4.8.
German (Pape)
[Seite 1009] ὁ, Annäherung; Strab. 3, 5, 9; Ggstz ἀπόστασις, S. Emp. pyrrh. 3, 66.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de se rapprocher tout à fait.
Étymologie: συνεγγίζω.
Russian (Dvoretsky)
συνεγγισμός: ὁ приближение, сближение (πρός τινα Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεγγισμός: ὁ, τὸ συνεγγίζειν, πλησιάζειν ὁμοῦ, ἐπὶ ἀστερισμῶν, Στράβ. 174, Πτολ., κλπ.· τῆς ἀποτέξεως Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 78 πρὸς τὴν ἀρετὴν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 4, 8.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνεγγίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνεγγίζω.
Greek Monotonic
συνεγγισμός: ὁ, πλησίασμα από κοινού, αμοιβαία προσέγγιση, σύγκλιση, λέγεται για αστερισμούς, σε Στράβ.
Middle Liddell
συνεγγισμός, οῦ, ὁ, [from συνεγγίζω
a drawing near together, of constellations, Strab.