τανυσίπτερος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[τανυπτέρυξ]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[τανυπτέρυξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνῠσίπτερος:''' Hom., HH, Hes., Arph. = [[τανύπτερος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνῠσίπτερος:''' -ον ([[τανύω]], [[πτερόν]]), αυτός που έχει ανοιγμένα φτερά, μακριές πτέρυγες, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''τᾰνῠσίπτερος:''' -ον ([[τανύω]], [[πτερόν]]), αυτός που έχει ανοιγμένα φτερά, μακριές πτέρυγες, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνῠσίπτερος:''' Hom., HH, Hes., Arph. = [[τανύπτερος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰνῠσί-πτερος, ον, [[τανύω]], [[πτερόν]]<br />with extended wings, [[long]]-[[winged]], Od., Hes., Ar.
|mdlsjtxt=τᾰνῠσί-πτερος, ον, [[τανύω]], [[πτερόν]]<br />with extended wings, [[long]]-[[winged]], Od., Hes., Ar.
}}
}}

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνῠσίπτερος Medium diacritics: τανυσίπτερος Low diacritics: τανυσίπτερος Capitals: ΤΑΝΥΣΙΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: tanysípteros Transliteration B: tanysipteros Transliteration C: tanysipteros Beta Code: tanusi/pteros

English (LSJ)

ον, = τανύπτερος (with extended wings, long-winged), ὄρνιθες Od.5.65, cf. Hes.Op. 212, Alc.84; κίχλαι Od.22.468; ἀλκυόνες Ibyc.8; οἰωνός h.Merc. 213; χελιδών Ar.Av.1411 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1067] = τανύπτερος; ὄρνιθες, κίχλαι, Od. 5, 65. 22, 468; οἰωνός, H. h. Merc. 213; ὄρνις, Hes. O. 214 Th. 525; Ar. Av. 1412. 1415; δίκα, Mesomed. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τανυπτέρυξ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνῠσίπτερος: Hom., HH, Hes., Arph. = τανύπτερος.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνῠσίπτερος: -ον, = τανύπτερος, τανυπτέρυξ, ὄρνιθες Ὀδ. Ε. 65, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 210· κίχλαι Ὀδ. Χ. 468· ἀλκυόνες Ἴβυκ. 7· οἰωνὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 213· χελιδὼν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1411.

English (Autenrieth)

broad-winged, Od. 5.65 and Od. 22.468.

Greek Monolingual

-ον, ΝΜΑ
βλ. τανύπτερος.

Greek Monotonic

τᾰνῠσίπτερος: -ον (τανύω, πτερόν), αυτός που έχει ανοιγμένα φτερά, μακριές πτέρυγες, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

τᾰνῠσί-πτερος, ον, τανύω, πτερόν
with extended wings, long-winged, Od., Hes., Ar.