ταυροσφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l'on immole un taureau <i>ou</i> des taureaux.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[σφάττω]].
|btext=ος, ον :<br />où l'on immole un taureau <i>ou</i> des taureaux.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[σφάττω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ταυροσφάγος:''' (ᾰγ) закалывающий быка: ἡμέρᾳ ταυροσφάγῳ Soph. в день заклания быков.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταυροσφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[σφάττω]]), αυτός που σφάζει ταύρους, [[κυρίως]] λέγεται για [[θυσία]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ταυροσφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[σφάττω]]), αυτός που σφάζει ταύρους, [[κυρίως]] λέγεται για [[θυσία]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ταυροσφάγος:''' (ᾰγ) закалывающий быка: ἡμέρᾳ ταυροσφάγῳ Soph. в день заклания быков.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροσφάγος Medium diacritics: ταυροσφάγος Low diacritics: ταυροσφάγος Capitals: ΤΑΥΡΟΣΦΑΓΟΣ
Transliteration A: taurosphágos Transliteration B: taurosphagos Transliteration C: tavrosfagos Beta Code: taurosfa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, bull-slaughtering, especially in sacrifice, τ. ἡμέρα S.Tr.609; τ. λέαινα Lyc.47; of dithyrambic poets, Tz.Diff. Poet.17.

German (Pape)

[Seite 1074] wie ταυροκτόνος, Stiere schlachtend, opfernd, ἡμέρα, der Opfertag, Soph. Trach. 606.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on immole un taureau ou des taureaux.
Étymologie: ταῦρος, σφάττω.

Russian (Dvoretsky)

ταυροσφάγος: (ᾰγ) закалывающий быка: ἡμέρᾳ ταυροσφάγῳ Soph. в день заклания быков.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροσφάγος: -ον, (√ΣΦΑΓ, σφάττω) ὡς τὸ ταυροκτόνος, ὁ σφάζων ταύρους, μάλιστα ἐν θυσίᾳ, τ. ἡμέρα, ταυροκτόνος, Σοφ. Τρ. 609· τ. λέαινα Λυκόφρ. 47.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σφάζει ταύρους, ιδίως για θυσία ή αυτός κατά τη διάρκεια του οποίου θυσιάζονται ταύροι («ταυροσφάγος ἡμέρα» — ημέρα θυσιών, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -σφάγος (< σφάζω, πρβλ. σφαγή), πρβλ. χοιρο-σφάγος].

Greek Monotonic

ταυροσφάγος: [ᾰ], -ον (σφάττω), αυτός που σφάζει ταύρους, κυρίως λέγεται για θυσία, σε Σοφ.

Middle Liddell

ταυρο-σφάγος, ον, σφάττω
bull-slaughtering, sacrificial, Soph.

English (Woodhouse)

killing bulls

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)