τετρακόρυμβος: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à quatre grappes.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[κόρυμβος]]. | |btext=ος, ον :<br />à quatre grappes.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[κόρυμβος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετρᾰκόρυμβος:''' с четырьмя гроздьями, т. е. гусю увешанный гроздьями ([[κισσός]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετρᾰκόρυμβος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[τέσσερις]] συστάδες, δηλ. που έχει πυκνές συστάδες, σε Ανθ. | |lsmtext='''τετρᾰκόρυμβος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[τέσσερις]] συστάδες, δηλ. που έχει πυκνές συστάδες, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τετρᾰ-[[κόρυμβος]], ον,<br />with [[four]] clusters, i. e. [[thick]] [[clustering]], Anth. | |mdlsjtxt=τετρᾰ-[[κόρυμβος]], ον,<br />with [[four]] clusters, i. e. [[thick]] [[clustering]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:06, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, thick-clustering, κισσός AP7.23 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1098] mit vier Frucht- od. Blüthenbüscheln, übh. vieltraubig, κισσός Antp. Sid. 72 (VII, 23).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre grappes.
Étymologie: τέσσαρες, κόρυμβος.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰκόρυμβος: с четырьмя гроздьями, т. е. гусю увешанный гроздьями (κισσός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰκόρυμβος: -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς κορύμβους, κισσὸς Ἀνθ. Π. 7. 23.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς θυσάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κόρυμβος «κορυφή, θύσανος»].
Greek Monotonic
τετρᾰκόρυμβος: -ον, αυτός που αποτελείται από τέσσερις συστάδες, δηλ. που έχει πυκνές συστάδες, σε Ανθ.
Middle Liddell
τετρᾰ-κόρυμβος, ον,
with four clusters, i. e. thick clustering, Anth.