τοιχωρυχέω: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />percer un mur pour voler ; voler.<br />'''Étymologie:''' [[τοιχωρύχος]].
|btext=-ῶ :<br />percer un mur pour voler ; voler.<br />'''Étymologie:''' [[τοιχωρύχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τοιχωρῠχέω:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. τ. τοῖχον Arst.) ломать стену, совершать кражу со взломом Arph., Xen., Plat., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[мошенничать]], [[плутовать]] (περί τι Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τοιχωρῠχέω:''' μέλ. <i>τοιχωρυχήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σκάβω]] τον τοίχο ως [[κλέφτης]], είμαι [[διαρρήκτης]] σπιτιού, [[κλέφτης]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οἷα]] ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ [[δάνειον]], ποια τεχνάσματα επινόησαν για να κατακλέψουν το [[δάνειο]], σε Δημ.
|lsmtext='''τοιχωρῠχέω:''' μέλ. <i>τοιχωρυχήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σκάβω]] τον τοίχο ως [[κλέφτης]], είμαι [[διαρρήκτης]] σπιτιού, [[κλέφτης]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οἷα]] ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ [[δάνειον]], ποια τεχνάσματα επινόησαν για να κατακλέψουν το [[δάνειο]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''τοιχωρῠχέω:'''<br /><b class="num">1)</b> (тж. τ. τοῖχον Arst.) ломать стену, совершать кражу со взломом Arph., Xen., Plat., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[мошенничать]], [[плутовать]] (περί τι Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τοιχωρῠχέω, fut. -ήσω<br /><b class="num">1.</b> to dig [[through]] a [[wall]] like a [[thief]], to be a housebreaker, Ar., Xen.<br /><b class="num">2.</b> metaph., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ [[δάνειον]] [[what]] [[thievish]] tricks they played with [[their]] [[loan]], Dem. [from τοιχωρῠ́χος]
|mdlsjtxt=τοιχωρῠχέω, fut. -ήσω<br /><b class="num">1.</b> to dig [[through]] a [[wall]] like a [[thief]], to be a housebreaker, Ar., Xen.<br /><b class="num">2.</b> metaph., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ [[δάνειον]] [[what]] [[thievish]] tricks they played with [[their]] [[loan]], Dem. [from τοιχωρῠ́χος]
}}
}}

Revision as of 16:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιχωρῠχέω Medium diacritics: τοιχωρυχέω Low diacritics: τοιχωρυχέω Capitals: ΤΟΙΧΩΡΥΧΕΩ
Transliteration A: toichōrychéō Transliteration B: toichōrycheō Transliteration C: toichorycheo Beta Code: toixwruxe/w

English (LSJ)

A dig through a wall like a thief, to be a housebreaker, Ar.Pl.165, Pl.R.575b. X.Mem.1.2.62: c. acc., τοῖχον Arist.EN1138a25.
2 metaph., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον what thievish tricks they played with their loan, D.35.9; τοὺς λόγους τινός Philostr. VS2.1.6; πάντα Ph.2.527.

German (Pape)

[Seite 1125] ein τοιχωρύχος, d. i. Dieb sein, das Gewerbe eines Diebes treiben, in Häuser einbrechen; Ar. Plut. 165; Xen. Mem. 1, 2, 62; neben κλέπτειν, Plat. Rep. IX, 575 b. Übertr. sagt Dem. οἷα ἐτοιχωρύχησαν οδρί τὸ δάνειον, welche Spitzbubenstreiche sie mit dem Wucher trieben, 35, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
percer un mur pour voler ; voler.
Étymologie: τοιχωρύχος.

Russian (Dvoretsky)

τοιχωρῠχέω:
1) (тж. τ. τοῖχον Arst.) ломать стену, совершать кражу со взломом Arph., Xen., Plat., Luc.;
2) мошенничать, плутовать (περί τι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

τοιχωρῠχέω: διορύττω τοῖχον ὡς κλέπτης, εἶμαι τοιχωρύχος, κλέπτης, Ἀριστοφ. Πλ. 165, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62· μετ’ αἰτ., τοῖχον τ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 10, 6, πρβλ. διορύσσω. 2) μεταφορ., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον, ὁποῖα τεχνάσματα ἐπενόησαν ἵνα κατακλέψωσι τὸ δάνειον, Δημ. 925. 24· τ. τοὺς λόγους τινὸς Φιλόστρ. 552. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄. σ. 308.

Greek Monotonic

τοιχωρῠχέω: μέλ. τοιχωρυχήσω,
1. σκάβω τον τοίχο ως κλέφτης, είμαι διαρρήκτης σπιτιού, κλέφτης, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. μεταφ., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον, ποια τεχνάσματα επινόησαν για να κατακλέψουν το δάνειο, σε Δημ.

Middle Liddell

τοιχωρῠχέω, fut. -ήσω
1. to dig through a wall like a thief, to be a housebreaker, Ar., Xen.
2. metaph., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον what thievish tricks they played with their loan, Dem. [from τοιχωρῠ́χος]