τραγομάσχαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont les aisselles sentent le bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[μασχάλη]].
|btext=ος, ον :<br />dont les aisselles sentent le bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[μασχάλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰγομάσχᾰλος:''' [[с козлиным запахом под мышками]] (Γοργών Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰγομάσχᾰλος:''' -ον ([[μασχάλη]]), αυτός του οποίου οι μασχάλες μυρίζουν όπως του τράγου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τρᾰγομάσχᾰλος:''' -ον ([[μασχάλη]]), αυτός του οποίου οι μασχάλες μυρίζουν όπως του τράγου, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰγομάσχᾰλος:''' [[с козлиным запахом под мышками]] (Γοργών Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρᾰγο-μάσχᾰλος, ον, [[μασχάλη]]<br />with armpits [[smelling]] like a he-[[goat]], Ar.
|mdlsjtxt=τρᾰγο-μάσχᾰλος, ον, [[μασχάλη]]<br />with armpits [[smelling]] like a he-[[goat]], Ar.
}}
}}

Revision as of 16:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγομάσχᾰλος Medium diacritics: τραγομάσχαλος Low diacritics: τραγομάσχαλος Capitals: ΤΡΑΓΟΜΑΣΧΑΛΟΣ
Transliteration A: tragomáschalos Transliteration B: tragomaschalos Transliteration C: tragomaschalos Beta Code: tragoma/sxalos

English (LSJ)

ον, with arm-pits smelling like a he-goat, Γοργόνες Ar.Pax811.

German (Pape)

[Seite 1133] unter den Achseln wie ein Bock riechend, Ar. Pax 782.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les aisselles sentent le bouc.
Étymologie: τράγος, μασχάλη.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγομάσχᾰλος: с козлиным запахом под мышками (Γοργών Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγομάσχᾰλος: -ον, οὗ αἱ μασχάλαι ὄζουσιν ὡς αἱ τοῦ τράγου, Γοργόνες ὀψοφάγοι, ..., τραγομάσχαλοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 811.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου οι μασχάλες αναδίδουν την ίδια δυσάρεστη οσμή που αναδίδει και ένας τράγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -μάσχαλος (< μασχάλη), πρβλ. πολυ-μάσχαλος].

Greek Monotonic

τρᾰγομάσχᾰλος: -ον (μασχάλη), αυτός του οποίου οι μασχάλες μυρίζουν όπως του τράγου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τρᾰγο-μάσχᾰλος, ον, μασχάλη
with armpits smelling like a he-goat, Ar.