τριζυγής: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[τρίζυγος]].
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[τρίζυγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τριζῠγής:''' Anth. = [[τρίζυγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τριζῠγής:''' -ές, τρί-ζῠγος, -ον και τρί-ζυξ, ὁ, ἡ, [[τρεις]] ενωμένες, [[τρεις]] μαζί, λέγεται για τις Χάριτες, σε Ευρ., Ανθ.
|lsmtext='''τριζῠγής:''' -ές, τρί-ζῠγος, -ον και τρί-ζυξ, ὁ, ἡ, [[τρεις]] ενωμένες, [[τρεις]] μαζί, λέγεται για τις Χάριτες, σε Ευρ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τριζῠγής:''' Anth. = [[τρίζυγος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρι-]]ζῠγής, ές<br />and [[τρίζυξ]], [[three]] [[yoked]], [[three]] in [[union]], of the Graces, Eur., Anth.
|mdlsjtxt=[[τρι-]]ζῠγής, ές<br />and [[τρίζυξ]], [[three]] [[yoked]], [[three]] in [[union]], of the Graces, Eur., Anth.
}}
}}

Revision as of 16:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριζῠγής Medium diacritics: τριζυγής Low diacritics: τριζυγής Capitals: ΤΡΙΖΥΓΗΣ
Transliteration A: trizygḗs Transliteration B: trizygēs Transliteration C: trizygis Beta Code: trizugh/s

English (LSJ)

ές,

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. τρίζυγος.

Russian (Dvoretsky)

τριζῠγής: Anth. = τρίζυγος.

Greek (Liddell-Scott)

τριζῠγής: -ές, τρίζῠγος, ον, καὶ τρίζυξ, -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ μετὰ δύο ἄλλων συνεζευγμένος, τρεῖς ὁμοῦ, ἐπὶ τῶν Χαρίτων, (Gratia... nudis juncta sororibus), Χαρίτων τριζύγων Σοφ. Ἀποσπ. 490· τρίζυγοι θεαὶ Εὐρ. Ἑλ. 357· τριζυγέες Χάριτες Ἀνθ. Π. 11. 27· ὡσαύτως, τρίζυγες κασίγνητοι αὐτόθι 6. 181· πρβλ. ζεῦγος ΙΙΙ.

Greek Monolingual

-ές, Α
τρίζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ζυγής (< ζυγός), πρβλ. τετρα-ζυγής].

Greek Monotonic

τριζῠγής: -ές, τρί-ζῠγος, -ον και τρί-ζυξ, ὁ, ἡ, τρεις ενωμένες, τρεις μαζί, λέγεται για τις Χάριτες, σε Ευρ., Ανθ.

Middle Liddell

τρι-ζῠγής, ές
and τρίζυξ, three yoked, three in union, of the Graces, Eur., Anth.