τυπώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui ressemble à une ébauche, ébauché, superficiel.<br />'''Étymologie:''' [[τύπος]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />qui ressemble à une ébauche, ébauché, superficiel.<br />'''Étymologie:''' [[τύπος]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''τῠπώδης:''' [[данный в общих чертах]], [[общий]]: ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν Arst. в виде общих сведений.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῠπώδης:''' -ες ([[τύπος]] II. 5, [[εἶδος]]), όμοιος με [[περίληψη]]· επίρρ. [[τυπωδῶς]], περιληπτικά, σε Στράβ.
|lsmtext='''τῠπώδης:''' -ες ([[τύπος]] II. 5, [[εἶδος]]), όμοιος με [[περίληψη]]· επίρρ. [[τυπωδῶς]], περιληπτικά, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῠπώδης:''' [[данный в общих чертах]], [[общий]]: ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν Arst. в виде общих сведений.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῠπώδης, ες [[τύπος]] II. 5, [[εἶδος]]<br />like an [[outline]]:—adv. -δῶς, [[summarily]], Strab.
|mdlsjtxt=τῠπώδης, ες [[τύπος]] II. 5, [[εἶδος]]<br />like an [[outline]]:—adv. -δῶς, [[summarily]], Strab.
}}
}}

Revision as of 16:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπώδης Medium diacritics: τυπώδης Low diacritics: τυπώδης Capitals: ΤΥΠΩΔΗΣ
Transliteration A: typṓdēs Transliteration B: typōdēs Transliteration C: typodis Beta Code: tupw/dhs

English (LSJ)

ες, (τύπος VIII. 2) like an outline, ὡς εἰς τ. μάθησιν so far as belongs to general or superficial knowledge, Arist.Mu.397b12. Adv. -ωδῶς summarily, Cic.Att.4.13.2, Str.2.1.24, 4.1.1, 2: Comp. -ωδέστερον Ph.2.419.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui ressemble à une ébauche, ébauché, superficiel.
Étymologie: τύπος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

τῠπώδης: данный в общих чертах, общий: ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν Arst. в виде общих сведений.

Greek (Liddell-Scott)

τῠπώδης: -ες, (τύπος ΙΙ. 6, εἶδος) ὅμοιος πρὸς σχεδιογράφημα, πρὸς περίληψιν, ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν, ὅσον ἀνήκει εἰς γενικὴν ἢ ἐπιπόλαιον μάθησιν, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6, 1. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἐν κεφαλαίῳ, περιληπτικῶς, Στράβ. 79, 176, 178, Kικέρ. πρ. Ἀττ. 4. 13, 2.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α τύπος
όμοιος με τύπο, με σχεδιογράφημα, πρόχειρος, συνοπτικός.
επίρρ...
τυπωδῶς Α
1. περιληπτικά, συνοπτικά
2. σαφώς, καθαρά («ὑπογράφεσθαι τυπωδέστερον», Φίλ.).

Greek Monotonic

τῠπώδης: -ες (τύπος II. 5, εἶδος), όμοιος με περίληψη· επίρρ. τυπωδῶς, περιληπτικά, σε Στράβ.

Middle Liddell

τῠπώδης, ες τύπος II. 5, εἶδος
like an outline:—adv. -δῶς, summarily, Strab.