φίλτερος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>Cp. de</i> [[φίλος]].
|btext=<i>Cp. de</i> [[φίλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φίλτερος:''' compar. к [[φίλος]] I.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φίλτερος:''' -α, -ον, ανώμ. συγκρ. του [[φίλος]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''φίλτερος:''' -α, -ον, ανώμ. συγκρ. του [[φίλος]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φίλτερος:''' compar. к [[φίλος]] I.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φίλτερος]], η, ον [irreg. comp. of [[φίλος]], Hom., Hes.]
|mdlsjtxt=[[φίλτερος]], η, ον [irreg. comp. of [[φίλος]], Hom., Hes.]
}}
}}

Revision as of 16:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φίλτερος Medium diacritics: φίλτερος Low diacritics: φίλτερος Capitals: ΦΙΛΤΕΡΟΣ
Transliteration A: phílteros Transliteration B: philteros Transliteration C: filteros Beta Code: fi/lteros

English (LSJ)

α, ον, irreg. Comp. of φίλος, Il.11.162, Od.11.360, Hes. Op.309, Pi.I.1.5, E.El.243, Alc.432, Hipp.185 (anap.) (not in A. or S.): in later Prose, D.C.64.14, Jul.Or.2.89a.

German (Pape)

[Seite 1289] unregelm. compar. zu φίλος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

Cp. de φίλος.

Russian (Dvoretsky)

φίλτερος: compar. к φίλος I.

Greek (Liddell-Scott)

φίλτερος: -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ φίλος, Ἰλ. Λ. 162, Ὀδ. Λ. 360, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 307· δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς.

English (Autenrieth)

see φίλος.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. φίντερος, -έρα, -ον, Α
(συγκριτ. βαθμός του φίλος) πιο αγαπητός, προσφιλέστερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. -τερος τών επιθ. συγκριτικού βαθμού (βλ. και λ. φίλος)].

Greek Monotonic

φίλτερος: -α, -ον, ανώμ. συγκρ. του φίλος, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Middle Liddell

φίλτερος, η, ον [irreg. comp. of φίλος, Hom., Hes.]