φιλοπότης: Difference between revisions

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui aime à boire, grand buveur, ivrogne.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[πίνω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui aime à boire, grand buveur, ivrogne.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[πίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοπότης:''' ου ὁ любитель выпить, пьяница Her., Arph., Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοπότης:''' -ου, ὁ, αυτός που αγαπάει το ποτό, που αγαπάει το [[κρασί]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''φῐλοπότης:''' -ου, ὁ, αυτός που αγαπάει το ποτό, που αγαπάει το [[κρασί]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοπότης:''' ου ὁ любитель выпить, пьяница Her., Arph., Arst., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλο-[[πότης]], ου, ὁ,<br />a [[lover]] of [[drinking]], [[fond]] of [[wine]], Hdt., Ar.
|mdlsjtxt=φῐλο-[[πότης]], ου, ὁ,<br />a [[lover]] of [[drinking]], [[fond]] of [[wine]], Hdt., Ar.
}}
}}

Revision as of 16:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπότης Medium diacritics: φιλοπότης Low diacritics: φιλοπότης Capitals: ΦΙΛΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: philopótēs Transliteration B: philopotēs Transliteration C: filopotis Beta Code: filopo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, lover of drinking, fond of wine, Hdt.2.174, Hp.Aër.1, Ar.V.79, Eup.208 (of Cimon), Antipho Soph.76, Arist.HA559b2, Pr.874a37 (wrongly accented φιλοπότων), Ath.10.430c.

German (Pape)

[Seite 1284] ὁ, Liebhaber des Trunks, Einer, der gern und viel trinkt; Ar. Vesp. 79; Her. 2, 174; Arist. H. A. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui aime à boire, grand buveur, ivrogne.
Étymologie: φίλος, πίνω.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπότης: ου ὁ любитель выпить, пьяница Her., Arph., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φιλοπότης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν οἰνοποσίαν, φίλος τοῦ οἴνου, Λατ. vinolentus, Ἡρόδ. 2. 174, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστοφ. Σφ. 79, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 10 (περὶ τοῦ Κίμωνος), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 5· πρβλ. φιλοπώτης.

Greek Monolingual

ο, θηλ. φιλοπότις, -ιδος, ΝΜΑ, και φιλοπώτης Α
αυτός που του αρέσει να πίνει ποτά και, ιδίως, κρασί, οινοπότης, μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πότης (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. οινο-πότης, ενώ ο τ. φιλο-πώτης με β' συνθετικό -πώτης (< θ. πω- του πίνω, πρβλ. πῶ-μα)].

Greek Monotonic

φῐλοπότης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπάει το ποτό, που αγαπάει το κρασί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

φῐλο-πότης, ου, ὁ,
a lover of drinking, fond of wine, Hdt., Ar.