φθεγκτός: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui rend un son.<br />'''Étymologie:''' [[φθέγγομαι]].
|btext=ή, όν :<br />qui rend un son.<br />'''Étymologie:''' [[φθέγγομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''φθεγκτός:''' [adj. verb. к [[φθέγγομαι]] звучащий или звучный ([[τόνος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φθέγγομαι]]<br />αυτός που έχει ή μπορεί να παραγάγει [[φωνή]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φθέγγομαι]]<br />αυτός που έχει ή μπορεί να παραγάγει [[φωνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''φθεγκτός:''' [adj. verb. к [[φθέγγομαι]] звучащий или звучный ([[τόνος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 16:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθεγκτός Medium diacritics: φθεγκτός Low diacritics: φθεγκτός Capitals: ΦΘΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: phthenktós Transliteration B: phthenktos Transliteration C: fthegktos Beta Code: fqegkto/s

English (LSJ)

ή, όν, capable of being sounded, Plu.2.1017f.

German (Pape)

[Seite 1270] adj. verb. von φθέγγομαι, lautend, tönend, einen Ton, Klang habend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui rend un son.
Étymologie: φθέγγομαι.

Russian (Dvoretsky)

φθεγκτός: [adj. verb. к φθέγγομαι звучащий или звучный (τόνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φθεγκτός: -ή, -όν, ῥηματ., ἐπίθ., ὁ ἠχῶν, φωνητικός, ἔχων φωνήν, Πλούτ. 2. 1017F· ― ὡσαύτως παρὰ τῷ Μαξίμ. Τυρ. 14. 2, φθεγκτικός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φθέγγομαι
αυτός που έχει ή μπορεί να παραγάγει φωνή.