χαλκόστομος: Difference between revisions
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à bec d'aigle (éperon de navire);<br /><b>2</b> à ouverture <i>ou</i> à la bouche d'airain (trompette).<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[στόμα]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à bec d'aigle (éperon de navire);<br /><b>2</b> à ouverture <i>ou</i> à la bouche d'airain (trompette).<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[στόμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκόστομος:''' [[медноустый]] ([[κώδων]] Τυρσηνική Soph.; ἐμβολαὶ ναῶν Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκόστομος:''' -ον ([[στόμα]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει χάλκινο [[στόμα]], [[χαλκόστομος]] [[κώδων]] Τυρσηνική, δηλ. [[σάλπιγγα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με [[άκρη]] ή [[αιχμή]] από χαλκό, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''χαλκόστομος:''' -ον ([[στόμα]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει χάλκινο [[στόμα]], [[χαλκόστομος]] [[κώδων]] Τυρσηνική, δηλ. [[σάλπιγγα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με [[άκρη]] ή [[αιχμή]] από χαλκό, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χαλκό-στομος, ον, [[στόμα]]<br /><b class="num">I.</b> with brasen [[mouth]], χ. [[κώδων]] Τυρσηνική, i. e. a [[trumpet]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> with [[edge]] or [[point]] of [[brass]], Aesch. | |mdlsjtxt=χαλκό-στομος, ον, [[στόμα]]<br /><b class="num">I.</b> with brasen [[mouth]], χ. [[κώδων]] Τυρσηνική, i. e. a [[trumpet]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> with [[edge]] or [[point]] of [[brass]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A with mouth of bronze, χ. κώδων Τυρσηνική, i.e. a trumpet, S.Aj.17. II with edge or point of bronze, ἔμβολοι A.Pers.415, Aristid.Or.25(43).4; μέτρον POxy.101.40 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1332] mit ehernem od. kupfernem Munde, eherner oder kupferner Mündung; ἐμβολαί, von den Schiffsschnäbeln, Aesch. Pers. 407; κώδων, von den Trompeten, Soph. Ai. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à bec d'aigle (éperon de navire);
2 à ouverture ou à la bouche d'airain (trompette).
Étymologie: χαλκός, στόμα.
Russian (Dvoretsky)
χαλκόστομος: медноустый (κώδων Τυρσηνική Soph.; ἐμβολαὶ ναῶν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόστομος: -ον, ὁ ἔχων χαλκοῦν στόμα, χαλκοστόμου κώδωνος ὡς Τυρσηνικῆς (δηλ. σάλπιγγος) Σοφ. Αἴ. 17. ΙΙ. ὁ ἔχων αἰχμὴν ἐκ χαλκοῦ, ἐμβόλοις χαλκοστόμοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 415, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 540.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει χάλκινο στόμιο («χαλκοστόμου κώδωνος», Σοφ.)
2. αυτός που έχει χάλκινη αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. θρασύ-στομος, στενό-στομος].
Greek Monotonic
χαλκόστομος: -ον (στόμα)·
I. αυτός που έχει χάλκινο στόμα, χαλκόστομος κώδων Τυρσηνική, δηλ. σάλπιγγα, σε Σοφ.
II. με άκρη ή αιχμή από χαλκό, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
χαλκό-στομος, ον, στόμα
I. with brasen mouth, χ. κώδων Τυρσηνική, i. e. a trumpet, Soph.
II. with edge or point of brass, Aesch.