Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαλκόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux flancs d'airain (urne).<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πλευρά]].
|btext=ος, ον :<br />aux flancs d'airain (urne).<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πλευρά]].
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκόπλευρος:''' [[меднобокий]] ([[τύπωμα]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκόπλευρος:''' -ον ([[πλευρά]]), αυτός που έχει πλευρές από χαλκό, [[τύπωμα]] χαλκόπλευρον, λέγεται για τεφροδόχο [[κάλπη]], σε Σοφ.
|lsmtext='''χαλκόπλευρος:''' -ον ([[πλευρά]]), αυτός που έχει πλευρές από χαλκό, [[τύπωμα]] χαλκόπλευρον, λέγεται για τεφροδόχο [[κάλπη]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκόπλευρος:''' [[меднобокий]] ([[τύπωμα]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόπλευρος Medium diacritics: χαλκόπλευρος Low diacritics: χαλκόπλευρος Capitals: ΧΑΛΚΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: chalkópleuros Transliteration B: chalkopleuros Transliteration C: chalkoplevros Beta Code: xalko/pleuros

English (LSJ)

ον, with sides of bronze, τύπωμα χ., of a cinerary urn, S.El.54.

German (Pape)

[Seite 1331] mit ehernen od. kupfernen Seiten, κτύπωμα, Urne, Soph. El. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux flancs d'airain (urne).
Étymologie: χαλκός, πλευρά.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόπλευρος: меднобокий (τύπωμα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων πλευρὰς ἐκ χαλκοῦ, τύπωμα χαλκ., ἐπὶ τεφροδόχου κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 54.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινες πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. μονό-πλευρος, χρυσό-πλευρος].

Greek Monotonic

χαλκόπλευρος: -ον (πλευρά), αυτός που έχει πλευρές από χαλκό, τύπωμα χαλκόπλευρον, λέγεται για τεφροδόχο κάλπη, σε Σοφ.

Middle Liddell

χαλκό-πλευρος, ον, πλευρά
with sides of brass, τύπωμα χαλκ., of a cinerary urn, Soph.

English (Woodhouse)

with brazen sides

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)