χιονοθρέμμων: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui nourrit <i>ou</i> entretient la neige.<br />'''Étymologie:''' [[χιών]], [[θρέμμα]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui nourrit <i>ou</i> entretient la neige.<br />'''Étymologie:''' [[χιών]], [[θρέμμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''χιονοθρέμμων:''' 2, gen. ονος питающий снега, т. е. покрытый снегами (σκοπιαί Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χῐονοθρέμμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[τρέφω]]), αυτός που τρέφει [[χιόνι]], καλυμένος με [[χιόνι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''χῐονοθρέμμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[τρέφω]]), αυτός που τρέφει [[χιόνι]], καλυμένος με [[χιόνι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χιονοθρέμμων:''' 2, gen. ονος питающий снега, т. е. покрытый снегами (σκοπιαί Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χιονο-θρέμμων, ονος, [[τρέφω]]<br />fostering [[snow]], [[snow]]-clad, Eur.
|mdlsjtxt=χιονο-θρέμμων, ονος, [[τρέφω]]<br />fostering [[snow]], [[snow]]-clad, Eur.
}}
}}

Revision as of 16:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονοθρέμμων Medium diacritics: χιονοθρέμμων Low diacritics: χιονοθρέμμων Capitals: ΧΙΟΝΟΘΡΕΜΜΩΝ
Transliteration A: chionothrémmōn Transliteration B: chionothremmōn Transliteration C: chionothremmon Beta Code: xionoqre/mmwn

English (LSJ)

ον, gen. -ονος, fostering snow, snow-clad, σκοπιαί E.Hel.1323 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1356] ονος, Schnee nährend, hegend (mit Schnee bedeckt), σκοπιαί Eur. Hel. 1339.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui nourrit ou entretient la neige.
Étymologie: χιών, θρέμμα.

Russian (Dvoretsky)

χιονοθρέμμων: 2, gen. ονος питающий снега, т. е. покрытый снегами (σκοπιαί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χιονοθρέμμων: -ον, γεν. ονος, ὁ τρέφων χιόνα, περιβεβλημένος χιόνα, Ἴδη Εὐρ. Ἑλ. 1323· ὡς τὸ χιονοβοσκός, χιονοτρόφος.

Greek Monolingual

-ον, Α
χιονοβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -θρέμμων (< θ. θρεπ- του τρέφω [πρβλ. θρεπ-τός] + κατάλ. -μων), πρβλ. ὑδατο-θρέμμων].

Greek Monotonic

χῐονοθρέμμων: -ον, γεν. -ονος (τρέφω), αυτός που τρέφει χιόνι, καλυμένος με χιόνι, σε Ευρ.

Middle Liddell

χιονο-θρέμμων, ονος, τρέφω
fostering snow, snow-clad, Eur.