χυτρίς: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />vase de terre, marmite.<br />'''Étymologie:''' [[χύτρα]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />vase de terre, marmite.<br />'''Étymologie:''' [[χύτρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''χυτρίς:''' ίδος ἡ глиняный сосуд Her.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χυτρίς:''' ἡ, υποκορ. του [[χύτρα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''χυτρίς:''' ἡ, υποκορ. του [[χύτρα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χυτρίς:''' ίδος ἡ глиняный сосуд Her.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χυτρίς]], ίδος, ἡ, [Dim. of [[χύτρα]], Hdt.]
|mdlsjtxt=[[χυτρίς]], ίδος, ἡ, [Dim. of [[χύτρα]], Hdt.]
}}
}}

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτρίς Medium diacritics: χυτρίς Low diacritics: χυτρίς Capitals: ΧΥΤΡΙΣ
Transliteration A: chytrís Transliteration B: chytris Transliteration C: chytris Beta Code: xutri/s

English (LSJ)

ἡ, small pan, Dim. (in form only) of χύτρα or χύτρος, gen. ίδος or ῖδος (dual χυτρῖδε Bato 3.2), Hdt. 5.88, IG11(2).110.25 (Delos, iii B. C.), al., Erasistr. ap. Gal.11.215, Apollon. ap. eund.12.651; also χυθρίς, IG7.3498.13,44 (Orop.).

German (Pape)

[Seite 1385] ῖδος, ἡ, dim. von χύτρα, χύτρος, ohne verkleinernde Bdtg; Her. 5, 88; Bato bei Ath. VII, 279 c, vgl. XI, 502 h.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
vase de terre, marmite.
Étymologie: χύτρα.

Russian (Dvoretsky)

χυτρίς: ίδος ἡ глиняный сосуд Her.

Greek (Liddell-Scott)

χυτρίς: ἡ, ὑποκορ. (μόνον κατὰ τὸν τύπον) τοῦ χύτραχύτρος, Ἡρόδ. 5. 88· Λεσβίου χυτρῖδε λαμβάνειν δύο Βάτων ὁ Κωμικὸς ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 2· περὶ τῆς γεν. ῖδος, πρβλ. νησίς, χειρίς, καὶ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

και χυθρίς, γεν. -ίδος και -ῑδος, ἡ, Α
1. μικρή χύτρα
2. ποτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς). Ο τ. χυθρίς με αφομοιωτική τροπή του -τ- σε -θ-].

Greek Monotonic

χυτρίς: ἡ, υποκορ. του χύτρα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

χυτρίς, ίδος, ἡ, [Dim. of χύτρα, Hdt.]