χρηστομαθής: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1376.png Seite 1376]] ές, 1) lernbegierig, wißbegierig, Sp. – 2) der alles Brauchbare, Nöthige, zu einer Wissenschaft Gehörige erlernt hat; Cic. Att. 1, 6; Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1376.png Seite 1376]] ές, 1) lernbegierig, wißbegierig, Sp. – 2) der alles Brauchbare, Nöthige, zu einer Wissenschaft Gehörige erlernt hat; Cic. Att. 1, 6; Clem. Al.
}}
{{elru
|elrutext='''χρηστομᾰθής:''' [[получивший основательное образование]] ([[homo]] Cic.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> [[φιλομαθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που μαθαίνει [[καθετί]] το χρήσιμο, το ωφέλιμο<br /><b>3.</b> (για αφηρημένα πράγμ.) αυτός που αξίζει να γίνει [[αντικείμενο]] μελέτης<br /><b>4.</b> το ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ χρηστομαθές</i><br />η [[χρηστομάθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χρηστομαθῶς</i> Α<br />με [[φιλομάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρηστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάθος]] τὸ «[[γνώση]], [[μάθηση]]» <span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]]), [[πρβλ]]. <i>ἀξιο</i>-<i>μαθής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> [[φιλομαθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που μαθαίνει [[καθετί]] το χρήσιμο, το ωφέλιμο<br /><b>3.</b> (για αφηρημένα πράγμ.) αυτός που αξίζει να γίνει [[αντικείμενο]] μελέτης<br /><b>4.</b> το ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ χρηστομαθές</i><br />η [[χρηστομάθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χρηστομαθῶς</i> Α<br />με [[φιλομάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρηστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάθος]] τὸ «[[γνώση]], [[μάθηση]]» <span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]]), [[πρβλ]]. <i>ἀξιο</i>-<i>μαθής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''χρηστομᾰθής:''' [[получивший основательное образование]] ([[homo]] Cic.).
}}
}}

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστομᾰθής Medium diacritics: χρηστομαθής Low diacritics: χρηστομαθής Capitals: ΧΡΗΣΤΟΜΑΘΗΣ
Transliteration A: chrēstomathḗs Transliteration B: chrēstomathēs Transliteration C: christomathis Beta Code: xrhstomaqh/s

English (LSJ)

A, ἡ an adept in polite learning, Cic.Att.1.6.2. Adv. χρηστομαθῶς, εἴρηται Phld.Mus.p.83K.

German (Pape)

[Seite 1376] ές, 1) lernbegierig, wißbegierig, Sp. – 2) der alles Brauchbare, Nöthige, zu einer Wissenschaft Gehörige erlernt hat; Cic. Att. 1, 6; Clem. Al.

Russian (Dvoretsky)

χρηστομᾰθής: получивший основательное образование (homo Cic.).

Greek (Liddell-Scott)

χρηστομαθής: -ές, (√ΜΑΘ, μανθάνω) ὁ ἐπιθυμῶν νὰ μανθάνῃ, φιλομαθής· - χρηστομαθέω, ἐφίεμαι μαθήσεως, Λογγῖν. 2. 3. ΙΙ. ὁ μαθὼν πᾶν ὅ,τι χρηστὸν ἢ ὠφέλιμον, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 6, 2, Κλήμ. Ἀλ. 342.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. φιλομαθής
2. αυτός που μαθαίνει καθετί το χρήσιμο, το ωφέλιμο
3. (για αφηρημένα πράγμ.) αυτός που αξίζει να γίνει αντικείμενο μελέτης
4. το ουδ. ως ουσ.) τὸ χρηστομαθές
η χρηστομάθεια.
επίρρ...
χρηστομαθῶς Α
με φιλομάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -μαθής (< μάθος τὸ «γνώση, μάθηση» < μανθάνω), πρβλ. ἀξιο-μαθής].