ἀκράτιστος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />petit-déjeuner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκρατίζομαι]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἀκράτισμα]], [[ἄριστον]]², [[δεῖπνον]], [[δόρπον]].
|btext=ου (ὁ) :<br />petit-déjeuner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκρατίζομαι]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἀκράτισμα]], [[ἄριστον]]², [[δεῖπνον]], [[δόρπον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκράτιστος:''' (ᾱτ) позавтракавший: ἀ. ἐπὶ ξηροῖσι Theocr. позавтракавший всухую, т. е. оставшийся без завтрака.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκράτιστος:''' [κρᾱ], -ον ([[ἀκρατίζομαι]]), αυτός που έχει προγευματίσει, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀκράτιστος:''' [κρᾱ], -ον ([[ἀκρατίζομαι]]), αυτός που έχει προγευματίσει, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκράτιστος:''' (ᾱτ) позавтракавший: ἀ. ἐπὶ ξηροῖσι Theocr. позавтракавший всухую, т. е. оставшийся без завтрака.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀκρατίζομαι]], having breakfasted, Theocr.
|mdlsjtxt=[[ἀκρατίζομαι]], having breakfasted, Theocr.
}}
}}

Revision as of 17:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾱτιστος Medium diacritics: ἀκράτιστος Low diacritics: ακράτιστος Capitals: ΑΚΡΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akrátistos Transliteration B: akratistos Transliteration C: akratistos Beta Code: a)kra/tistos

English (LSJ)

ον, Theoc.1.51 codd. πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ having made a dry breakfast, i.e. none at all; vv.ll. ἀκρατισμόν (Sch.), ἀνάριστον dinnerless.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
que desayuna πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ hasta que no consiga que el niño se siente a desayunar pan seco Theoc.1.51.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
petit-déjeuner.
Étymologie: ἀκρατίζομαι.
Par. ἀκράτισμα, ἄριστον², δεῖπνον, δόρπον.

Russian (Dvoretsky)

ἀκράτιστος: (ᾱτ) позавтракавший: ἀ. ἐπὶ ξηροῖσι Theocr. позавтракавший всухую, т. е. оставшийся без завтрака.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράτιστος: [κρᾱ], ον, εἶναι ἡ τῶν χειρογράφων γραφὴ ἐν Θεοκρ. 1. 51, πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ, ἣν ὑπερασπίζει ὁ Ἕρμαννος, ὅστις ἑρμηνεύει ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι = ἀφοῦ ἔλαβε ξηρὸν πρόγευμα (δηλ. οὐδὲν πρόγευμα). Ἂν ταύτην τὴν γραφὴν δεχθῶμεν, τὸ ἐπὶ ξηροῖσι πρέπει νὰ συναφθῇ πρὸς τὸ καθίξῃ καὶ νὰ ἑρμηνευθῇ = πρὶν καθίσῃ αὐτὸν ἐπὶ ξηροῦ ἐδάφους τ. ἔ. πρὶν καταστήσῃ αὐτὸν ἐνδεᾶ καὶ ἐστερημένον παντός: - οὕτω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας: ἐπ’ οὔδεϊ φῶτα καθίσσαι, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 284· πρβλ. τὸ τοῦ Ὀβιδίου in siccâ destitui.

Greek Monotonic

ἀκράτιστος: [κρᾱ], -ον (ἀκρατίζομαι), αυτός που έχει προγευματίσει, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἀκρατίζομαι, having breakfasted, Theocr.