χιλιοναύτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />de mille matelots.<br />'''Étymologie:''' [[χίλιοι]], [[ναύτης]].
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />de mille matelots.<br />'''Étymologie:''' [[χίλιοι]], [[ναύτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''χῑλιοναύτης:''' дор. [[χιλιοναύτας|χῑλιοναύτᾱς]], ου adj. m Aesch., Eur. = [[χιλιόναυς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χῑλιοναύτης:''' -ου, Δωρ. -[[ναύτας]], -α, ὁ, ἡ, αποτελούμενος από [[χίλια]] πολεμικά πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''χῑλιοναύτης:''' -ου, Δωρ. -[[ναύτας]], -α, ὁ, ἡ, αποτελούμενος από [[χίλια]] πολεμικά πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χῑλιοναύτης:''' дор. [[χιλιοναύτας|χῑλιοναύτᾱς]], ου adj. m Aesch., Eur. = [[χιλιόναυς]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χῑλιο-[[ναύτης]], ου,<br />with or of a [[thousand]] ships, Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=χῑλιο-[[ναύτης]], ου,<br />with or of a [[thousand]] ships, Aesch., Eur.
}}
}}

Revision as of 17:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιοναύτης Medium diacritics: χιλιοναύτης Low diacritics: χιλιοναύτης Capitals: ΧΙΛΙΟΝΑΥΤΗΣ
Transliteration A: chilionaútēs Transliteration B: chilionautēs Transliteration C: chilionaytis Beta Code: xilionau/ths

English (LSJ)

ου, Dor. χιλιοναύτας, α, ὁ, ἡ, with a thousand ships or of a thousand ships, στόλος Ἀργείων A.Ag.45 (anap.); σὺν κώπᾳ χιλιοναύτα Ἀτρεΐδα prob. in E.IT141 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1356] στόλος, eine Flotte von tausend Schiffen, Aesch. Ag. 45, σὺν κώπᾳ χιλιοναύτᾳ Eur. I. T. 141.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
de mille matelots.
Étymologie: χίλιοι, ναύτης.

Russian (Dvoretsky)

χῑλιοναύτης: дор. χῑλιοναύτᾱς, ου adj. m Aesch., Eur. = χιλιόναυς.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιοναύτης: -ου, Δωρ. -ναύτας, α, ὁ, ἡ, ὁ συγκείμενος ἐκ χιλίων νεῶν, χιλίων πολεμικῶν πλοίων, στόλος Ἀργείων Αἰσχύλ. Ἀγ. 45· σὺν κώπᾳ χ. Εὐρ. Ι. Τ. 141· - ἀμφότερα λυρικὰ χωρία· - Λοβεκ. Παραλ. 268.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χιλιοναύτας, ὁ, Α χιλιόναυς
(για στόλο) αυτός που αποτελείται από χίλια πολεμικά πλοία («στόλον Ἀργείων χιλιοναύτην τήσδ' ἀπὸ χώρας ἧραν», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

χῑλιοναύτης: -ου, Δωρ. -ναύτας, -α, ὁ, ἡ, αποτελούμενος από χίλια πολεμικά πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

χῑλιο-ναύτης, ου,
with or of a thousand ships, Aesch., Eur.