ἀναμίσγω: Difference between revisions
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> mêler : τινί [[τι]] OD une chose à une autre;<br /><b>2</b> avoir des relations avec τινι.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀναμίγνυμι]]. | |btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> mêler : τινί [[τι]] OD une chose à une autre;<br /><b>2</b> avoir des relations avec τινι.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀναμίγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναμίσγω:''' Hom., Her., поэт. [[ἀμμίσγω]] Emped. = [[ἀναμίγνυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναμίσγω:''' ποιητ. και Ιων. αντί [[ἀναμίγνυμι]], μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[ανακατεύω]] ένα [[πράγμα]] με [[κάτι]] [[άλλο]], <i>τί τινι</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., αναμειγνύομαι, [[έρχομαι]] σε [[επαφή]], [[επικοινωνία]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀναμίσγω:''' ποιητ. και Ιων. αντί [[ἀναμίγνυμι]], μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[ανακατεύω]] ένα [[πράγμα]] με [[κάτι]] [[άλλο]], <i>τί τινι</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., αναμειγνύομαι, [[έρχομαι]] σε [[επαφή]], [[επικοινωνία]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 3 October 2022
English (LSJ)
poet. and Ion. for ἀναμείγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα Od.10.235; αἷμα δακρύοισι Tim.Fr.7:—Med., have intercourse with, τινί Hdt.1.199:—Pass., γέλως ἀνεμίσγετο λύπῃ Call.Aet.Fr.7.3 P.
Spanish (DGE)
mezclar c. ac. y dat. σίτῳ φάρμακα Od.10.235, πάντα τὰ κρέα Hdt.4.26, αἷμα δακρύοισι Tim.4.3
•en v. med. mezclarse, entremezclarse abs. ταχέως δ' ἀναμίσγεται ἄτη Sol.1.13, c. dat. ὕδωρ δ' ἀναμίσγεται ὕλῃ Thgn.961, λιταῖς ἀπειλαί Gorg.B 27, γέλως λύπῃ Call.Fr.24.3
•fig. relacionarse socialmente πολλαὶ ... οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τῇσι ἄλλῃσι Hdt.1.199.
German (Pape)
[Seite 198] ion. u. p. = ἀναμίγνυμι. ἀνέμισγε σίτῳ φάρμακα Od. 10, 235. – Med., ver Kehren, Her. 1, 199.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
1 mêler : τινί τι OD une chose à une autre;
2 avoir des relations avec τινι.
Étymologie: cf. ἀναμίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμίσγω: Hom., Her., поэт. ἀμμίσγω Emped. = ἀναμίγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμίσγω: ποιητ. καὶ Ἴων. ἀντὶ ἀναμίγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα Ὀδ. Κ. 235· ἀμμίσγω Ἐμπεδ. 47 Sturz.: - Μέσ., ἀναμιγνύομαι, ἔρχομαι εἰς σχέσεις, οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τήσι ἄλλῃσι Ἡρόδ. 1. 199.
English (Autenrieth)
aor. part. ἀμμίξᾶς: mix up with, mix together, Od. 10.235, Il. 24.529.
Greek Monolingual
ἀναμίσγω (Α)
ποιητ. και ιων. τ. του ἀναμιγνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μίσγω (< μίκσκω < μίγ-σκω) «αναμειγνύω»].
Greek Monotonic
ἀναμίσγω: ποιητ. και Ιων. αντί ἀναμίγνυμι, μόνο στον ενεστ. και παρατ., ανακατεύω ένα πράγμα με κάτι άλλο, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., αναμειγνύομαι, έρχομαι σε επαφή, επικοινωνία, τινι, σε Ηρόδ.