ἀνέλιγμα: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />enroulement, boucle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνελίσσω]].
|btext=ατος (τό) :<br />enroulement, boucle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνελίσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέλιγμα:''' ατος τό завиток, локон, прядь (ἀνελίγματα χαίτης Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέλιγμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε τυλιγμένο ή διπλωμένο, [[μπούκλα]] μαλλιών, μικρό [[δαχτυλίδι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀνέλιγμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε τυλιγμένο ή διπλωμένο, [[μπούκλα]] μαλλιών, μικρό [[δαχτυλίδι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέλιγμα:''' ατος τό завиток, локон, прядь (ἀνελίγματα χαίτης Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀνελίσσω]]<br />[[anything]] rolled up, a [[ringlet]], Anth.
|mdlsjtxt=[from [[ἀνελίσσω]]<br />[[anything]] rolled up, a [[ringlet]], Anth.
}}
}}

Revision as of 17:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέλιγμα Medium diacritics: ἀνέλιγμα Low diacritics: ανέλιγμα Capitals: ΑΝΕΛΙΓΜΑ
Transliteration A: anéligma Transliteration B: aneligma Transliteration C: aneligma Beta Code: a)ne/ligma

English (LSJ)

ατος, τό, anything rolled up, ἀ. χαίτης a ringlet, AP6.210 (Philet.), cf. 7.485 (Diosc.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
sólo plu. rizo, bucle χαίτης AP 6.210 (Philet.), 7.485 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 222] τό, das Geringel, Gekräusel, χαίτης Philet. 1; Diosc. 38 (VI, 210).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
enroulement, boucle.
Étymologie: ἀνελίσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέλιγμα: ατος τό завиток, локон, прядь (ἀνελίγματα χαίτης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέλιγμα: -ατος, τό, (ἀνελίσσω) πᾶν ὅ,τι ἀνελίσσεται, χαίτης ἀνελίγματα, βόστρυχοι, «σγουρὰ μαλλιά», «κατσαρὰ» Ἀνθ. Π. 6. 210., 7. 485.

Greek Monolingual

ἀνέλιγμα, το (Α)
1. κάθε τι που προέρχεται από ανέλιξη, ξεδίπλωμα
2. (για μαλλιά) ο βόστρυχος, η μπούκλα.

Greek Monotonic

ἀνέλιγμα: -ατος, τό, οτιδήποτε τυλιγμένο ή διπλωμένο, μπούκλα μαλλιών, μικρό δαχτυλίδι, σε Ανθ.

Middle Liddell

[from ἀνελίσσω
anything rolled up, a ringlet, Anth.