ἀπελέκητος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0286.png Seite 286]] unbehauen, roh, [[φωνή]] D. L. 4, 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0286.png Seite 286]] unbehauen, roh, [[φωνή]] D. L. 4, 27.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπελέκητος:''' досл. не обтесанный топором, перен. необработанный, грубый ([[φωνή]] Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπελέκητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πελεκηθεί<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[άξεστος]], [[αμόρφωτος]], [[τραχύς]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[άνθρωπος]] [[αγράμματος]], [[ξύλο]] απελέκητο».
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπελέκητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πελεκηθεί<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[άξεστος]], [[αμόρφωτος]], [[τραχύς]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[άνθρωπος]] [[αγράμματος]], [[ξύλο]] απελέκητο».
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπελέκητος:''' досл. не обтесанный топором, перен. необработанный, грубый ([[φωνή]] Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 18:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελέκητος Medium diacritics: ἀπελέκητος Low diacritics: απελέκητος Capitals: ΑΠΕΛΕΚΗΤΟΣ
Transliteration A: apelékētos Transliteration B: apelekētos Transliteration C: apelekitos Beta Code: a)pele/khtos

English (LSJ)

ον, unhewn, unwrought, LXX 3 Ki.6.1, al.: metaph., φωνή Crantorap.D.L.4.27.

Spanish (DGE)

-ον
1 no labrado, no trabajado λίθος LXX 3Re.6.1a, ξύλα LXX 3Re.10.11, 12
fig. φωνή Crantor en D.L.4.27.
2 subst. τὸ ἀ. sillar τρεῖς στίχους ἀπελεκήτων LXX 3Re.6.36.

German (Pape)

[Seite 286] unbehauen, roh, φωνή D. L. 4, 27.

Russian (Dvoretsky)

ἀπελέκητος: досл. не обтесанный топором, перен. необработанный, грубый (φωνή Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελέκητος: -ον, ὁ μὴ πελεκηθείς, μεταφ. τραχὺς ὡς καὶ νῦν· ἦν δὲ καὶ δεινὸς ὀνοματοποιῆσαι (ὁ Κράντωρ)· τραγῳδὸν γοῦν ἀπελέκητον εἶπεν ἔχειν φωνὴν καὶ φλοιοῦ μεστὴν Διογ. Λ. 4. 27.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπελέκητος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πελεκηθεί
2. (για ανθρώπους) άξεστος, αμόρφωτος, τραχύς
3. παροιμ. «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο».