ἀργυρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ramasse de l'argent, qui impose des contributions.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[λέγω]]².
|btext=ος, ον :<br />qui ramasse de l'argent, qui impose des contributions.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[λέγω]]².
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠρολόγος:''' [[собирающий денежную дань]] ([[ναῦς]] Thuc., Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠρολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που συλλέγει τους φόρους, [[φοροεισπράκτορας]], σε Αριστοφ., Θουκ.
|lsmtext='''ἀργῠρολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που συλλέγει τους φόρους, [[φοροεισπράκτορας]], σε Αριστοφ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠρολόγος:''' [[собирающий денежную дань]] ([[ναῦς]] Thuc., Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρολόγος Medium diacritics: ἀργυρολόγος Low diacritics: αργυρολόγος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: argyrológos Transliteration B: argyrologos Transliteration C: argyrologos Beta Code: a)rgurolo/gos

English (LSJ)

ον, (λέγω) levying money, ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, etc.

Spanish (DGE)

-ον
1 encargado de recaudar impuestos ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, 4.50, 75
subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι recaudadores de impuestos πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.Or.26.45, cf. Hsch.
como cargo público más gener. administrador, Samo.2.(1).5.14 (II a.C.).
2 ávido de dinero δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.V.Chrys.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ramasse de l'argent, qui impose des contributions.
Étymologie: ἄργυρος, λέγω².

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρολόγος: собирающий денежную дань (ναῦς Thuc., Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρολόγος: -ον, (λέγω) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν κατάλληλος, ναῦς… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.

Greek Monolingual

ο (Α ἀργυρολόγος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που μαζεύει χρήματα με τρόπο αναξιοπρεπή
αρχ.
αυτός που συγκεντρώνει φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»].

Greek Monotonic

ἀργῠρολόγος: -ον (λέγω), αυτός που συλλέγει τους φόρους, φοροεισπράκτορας, σε Αριστοφ., Θουκ.

Middle Liddell

ἄργυρος, λέγω
levying money, Ar., Thuc.

English (Woodhouse)

levying money

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)