ἀφέλεια: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />simplicité, naïveté ; <i>en parl. de genre de vie ; en parl. du style</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφελής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />simplicité, naïveté ; <i>en parl. de genre de vie ; en parl. du style</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφελής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφέλεια:''' ἡ [[простота]] (περὶ τὴν δίαιταν Polyb.; ἐσθῆτος Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀφέλεια]], Α και -λείη)<br />[[αφελής]]<br /><b>1.</b> [[απλότητα]], [[φυσικότητα]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[απλοϊκότητα]], [[ευπιστία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>αφέλειες</i><br />[[κτένισμα]] [[κατά]] το οποίο πέφτουν στο [[μέτωπο]], με [[αφέλεια]], τούφες από τα μαλλιά.
|mltxt=η (AM [[ἀφέλεια]], Α και -λείη)<br />[[αφελής]]<br /><b>1.</b> [[απλότητα]], [[φυσικότητα]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[απλοϊκότητα]], [[ευπιστία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>αφέλειες</i><br />[[κτένισμα]] [[κατά]] το οποίο πέφτουν στο [[μέτωπο]], με [[αφέλεια]], τούφες από τα μαλλιά.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφέλεια:''' ἡ [[простота]] (περὶ τὴν δίαιταν Polyb.; ἐσθῆτος Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφέλεια Medium diacritics: ἀφέλεια Low diacritics: αφέλεια Capitals: ΑΦΕΛΕΙΑ
Transliteration A: aphéleia Transliteration B: apheleia Transliteration C: afeleia Beta Code: a)fe/leia

English (LSJ)

Ion. ἀφελείη, ἡ, simplicity, Hp.Decent.3, Antiph.163.8; περὶ τὴν δίαιταν Plb.6.48.3; of style, Ath.15.693f, Hermog.Id.1.1, al.; opp. σφοδρότης, ib.II; of terminology, Gal.10.269.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Decent.3
1 sencillez en el vestir y aspecto externo εὐσχημοσύνη καὶ ἀ. Hp.l.c., συμμετρία καὶ ἀ. Antiph.163.8, cf. Plu.2.142a, AP 16.310 (Damoch.), περὶ τὴν δίαιταν Plb.6.48.3, cf. Plu.2.158a, τῆς τέχνης Porph.Abst.2.18
esp. del lenguaje y estilo literario ἀρχαιότης καὶ ἀ. τῶν ποιησάντων Ath.693f, cf. D.H.Is.16, Hermog.Id.1.1 (p.215), Gal.10.269, Clem.Al.Paed.1.4.11.
2 simpleza, ingenuidad excesiva ὑπὸ ἀφέλειας ἐσπούδαζε κατασκευάζειν en una discusión filosófica, Chrys.M.61.27.

German (Pape)

[Seite 408] ἡ, (Ebenheit, übertr.) Einfachheit, Shlichtheit, Pol. 6, 48 Ael. V. H. 3, 10. 8, 27 Plut. oft.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
simplicité, naïveté ; en parl. de genre de vie ; en parl. du style.
Étymologie: ἀφελής.

Russian (Dvoretsky)

ἀφέλεια:простота (περὶ τὴν δίαιταν Polyb.; ἐσθῆτος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφέλεια: ἡ, ἁπλότης, φυσικότης, ἔλλειψις, προσποιήσεως, Ἀντιφάν. ἐν «Μύστιδι» 1. 8, πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 3. σ. 606· περὶ τὴν δίαιταν Πολύβ. 6. 48, 3· ἐπὶ ὕφους, Ἀθήν. 693F, πρβλ. Εὐστ. 1279. 44.

Greek Monolingual

η (AM ἀφέλεια, Α και -λείη)
αφελής
1. απλότητα, φυσικότητα
2. (για πρόσωπα) απλοϊκότητα, ευπιστία
νεοελλ.
πληθ. αφέλειες
κτένισμα κατά το οποίο πέφτουν στο μέτωπο, με αφέλεια, τούφες από τα μαλλιά.