ἀσυνάλλακτος: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sans relations, insociable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συναλλάσσω]]. | |btext=ος, ον :<br />sans relations, insociable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συναλλάσσω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσυνάλλακτος:''' [[взаимно чуждый]], [[непримиримый]] ([[ἀνεπίμικτος]] καὶ ἀ. Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσυνάλλακτος]], -ον (Α)<br />[[ακοινώνητος]]. | |mltxt=[[ἀσυνάλλακτος]], -ον (Α)<br />[[ακοινώνητος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, without intercourse, Plu.2.416f; unsociable, D.H.1.41, 5.66.
Spanish (DGE)
-ον
desprovisto de relaciones τὰ τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων ποιοῦσι καὶ ἀσυνάλλακτα Plu.2.416e
•insociable οἳ τέως ἀπίστους καὶ ἀσυναλλάκτους εἶχον ὁμιλίας D.H.1.41, ὁ κοινὸς βίος D.H.5.66.
German (Pape)
[Seite 380] ungesellig, unversöhnlich, D. Hsl. βίος, ὁμιλία, 5, 66. 1, 41; Plut. def. or. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans relations, insociable.
Étymologie: ἀ, συναλλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυνάλλακτος: взаимно чуждый, непримиримый (ἀνεπίμικτος καὶ ἀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάλλακτος: -ον, ὁ μὴ συναλλασσόμενος μετ’ ἄλλων, ὁ διατελῶν ἄνευ σχέσεων κοινωνικῶν, ἀκοινώνητος, ἀδιάλλακτος, ἀνεπίμικτα τὰ τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων ποιοῦσι καὶ ἀσυνάλλακτα Πλούτ. 2. 416F. - Τὸ οὐσιαστ. ἀσυναλλαξία, ἡ, ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 320.
Greek Monolingual
ἀσυνάλλακτος, -ον (Α)
ακοινώνητος.