ἀσυμπαγής: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />non compacte, lâche.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συμπήγνυμι]].
|btext=ής, ές :<br />non compacte, lâche.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συμπήγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυμπᾰγής:''' досл. плохо сбитый, рыхлый, перен. слабый, незакаленный (σώματα Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσυμπᾰγής:''' -ές ([[συμπήγνυμι]]), αυτός που δεν είναι [[συμπαγής]], [[πυκνός]], [[σφιχτός]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀσυμπᾰγής:''' -ές ([[συμπήγνυμι]]), αυτός που δεν είναι [[συμπαγής]], [[πυκνός]], [[σφιχτός]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυμπᾰγής:''' досл. плохо сбитый, рыхлый, перен. слабый, незакаленный (σώματα Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συμπήγνυμι]]<br />not [[compact]], Luc.
|mdlsjtxt=[[συμπήγνυμι]]<br />not [[compact]], Luc.
}}
}}

Revision as of 18:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμπᾰγής Medium diacritics: ἀσυμπαγής Low diacritics: ασυμπαγής Capitals: ΑΣΥΜΠΑΓΗΣ
Transliteration A: asympagḗs Transliteration B: asympagēs Transliteration C: asympagis Beta Code: a)sumpagh/s

English (LSJ)

ές, not compact, Luc.Anach.24.

Spanish (DGE)

-ές
no compacto o mal compactado τὰ (γυναικεῖα σώματα) δὲ ἔκλυτα καὶ ἀσυμπαγῆ Luc.Abd.28, cf. Anach.24.

German (Pape)

[Seite 380] ές, nicht zusammengefügt, dah. nicht derb, neben ἁπαλός Luc. Gymn. 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non compacte, lâche.
Étymologie: , συμπήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυμπᾰγής: досл. плохо сбитый, рыхлый, перен. слабый, незакаленный (σώματα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμπᾰγής: -ές, οὐχὶ συμπαγής, Λουκ. Γυμν. 24.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀσυμπαγής, -ές)
ο μη συμπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συμπαγής < συμπήγνυμι, -ύω].

Greek Monotonic

ἀσυμπᾰγής: -ές (συμπήγνυμι), αυτός που δεν είναι συμπαγής, πυκνός, σφιχτός, σε Λουκ.

Middle Liddell

συμπήγνυμι
not compact, Luc.