Ἀϊδωνεύς: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />Aïdonée :<br /><b>1</b> <i>autre nom d'Hadès</i>;<br /><b>2</b> <i>roi des Molosses</i>. | |btext=έως (ὁ) :<br />Aïdonée :<br /><b>1</b> <i>autre nom d'Hadès</i>;<br /><b>2</b> <i>roi des Molosses</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ἀϊδωνεύς:''' έως, эп.-ион. ῆος, поэт. тж. έος ὁ Аидоней<br /><b class="num">1)</b> Hom., Hes., Luc. = [[Ἃιδης]];<br /><b class="num">2)</b> миф. [[царь молоссов в Эпире]], [[муж Персефоны]], [[отец Коры]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ἀϊδωνεύς:''' -έως, ὁ· εκτεταμ. ποητ. [[τύπος]] του [[Ἅιδης]]· μεταγεν. συγγραφείς χρησιμοποίησαν τις πλάγιες πτώσεις· <i>Ἀϊδονῆος</i>, <i>-ῆι</i>, <i>-ῆα</i>, με την πρώτη [[συλλαβή]] [[μακρά]] [[χάριν]] μέτρου. | |lsmtext='''Ἀϊδωνεύς:''' -έως, ὁ· εκτεταμ. ποητ. [[τύπος]] του [[Ἅιδης]]· μεταγεν. συγγραφείς χρησιμοποίησαν τις πλάγιες πτώσεις· <i>Ἀϊδονῆος</i>, <i>-ῆι</i>, <i>-ῆα</i>, με την πρώτη [[συλλαβή]] [[μακρά]] [[χάριν]] μέτρου. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 3 October 2022
English (LSJ)
έως (έος AP7.480 (Leon.)), ὁ, lengthd. poet. form of Ἄιδης, twice in Hom., Il.5.190, 20.61, cf. Hes.Th.913, A.Pers.650 (lyr.); prob. scanned Αἰδωνεύς S.OC1560 (lyr.): gen. and dat. Ἀῐδονῆος, -ῆι in later poets, Q.S.6.490, Nonn.D.30.172; Αἰδωνῆος Mosch. 4.86:—hence Ἀιδωναία, ἡ, epithet of Hecate, PMag.Par.1.2855.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Morfología: [gen. -έος AP 7.480 (Leon.); dat. -ῆϊ Il.5.190]
Aidoneo
1 otro n. de Hades Il.5.190, 20.61, h.Cer.2, 84, 357, 376, Hes.Th.913, A.Pers.650, S.OC 1559, AP 7.480 (Leon.), Luc.DMort.28.1.
2 rey de los molosos, contemporáneo de Teseo, Plu.Thes.35, v. tb. Ἀϊδονεύς.
3 río junto al Ida, Paus.10.12.3.
English (Autenrieth)
(root ϝιδ, god of the unseen world), gen. Ἀίδᾶο, Ἀίδεω, Ἄιδος, dat. Ἄιδι, Ἀίδῃ, Ἀιδωνῆι, acc. Ἀίδην: Hades; ἐνέροισιν ἀνάσσων, Ζεὺς καταχθόνιος, κρατερὸς πυλάρτης, πελώριος, κλυτόπωλος, ἴφθῖμος, στυγερός. Freq. Ἄιδος δόμον εἴσω, ἐν δόμοις, etc.; often only Ἄιδόσδε, εἰς or ἐν Ἄιδος (sc. δόμον, δόμῳ).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Aïdonée :
1 autre nom d'Hadès;
2 roi des Molosses.
Russian (Dvoretsky)
Ἀϊδωνεύς: έως, эп.-ион. ῆος, поэт. тж. έος ὁ Аидоней
1) Hom., Hes., Luc. = Ἃιδης;
2) миф. царь молоссов в Эпире, муж Персефоны, отец Коры Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀϊδωνεύς: έως, (ἐν Ἀνθ. Π. 7. 480, έος), ὁ, ἐκτεταμένος ποιητ. τύπος τοῦ Ἅιδης, Ὅμ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 650. Μεταγενέστεροι Συγγραφεῖς, ὡς ὁ Μόσχ. π.χ., μετεχειρίσθησαν τὰς πλαγίας πτώσεις Ἀϊδονῆος, ῆϊ, ῆα, μετὰ τῆς πρώτης συλλαβῆς μακρᾶς χάριν τοῦ μέτρου. Ἡ κλητ. εἶναι τρισύλλαβος Αἰδωνεῦ, ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1560. Παρ’ Ἡσυχ. ὁ τύπος Ἀΐδωνι διωρθώθη ὑπὸ τοῦ Bentl. εἰς Ἀϊδωνῆϊ, ἐξ Ἰλ. Ε. 190.
Greek Monotonic
Ἀϊδωνεύς: -έως, ὁ· εκτεταμ. ποητ. τύπος του Ἅιδης· μεταγεν. συγγραφείς χρησιμοποίησαν τις πλάγιες πτώσεις· Ἀϊδονῆος, -ῆι, -ῆα, με την πρώτη συλλαβή μακρά χάριν μέτρου.