ἐμπύρευμα: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0818.png Seite 818]] τό, Anzündung, Suid. [[σπέρμα]] [[πυρός]], etwa Kohlen, die unter der Asche glimmend erhalten werden, um daran wieder Feuer anzuzünden; gew. übertr., Longus 1, 29 u. a. Sp. Nach Hesych. auch [[λείψανον]], Überbleibsel übh. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0818.png Seite 818]] τό, Anzündung, Suid. [[σπέρμα]] [[πυρός]], etwa Kohlen, die unter der Asche glimmend erhalten werden, um daran wieder Feuer anzuzünden; gew. übertr., Longus 1, 29 u. a. Sp. Nach Hesych. auch [[λείψανον]], Überbleibsel übh. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπύρευμα:''' ατος (ῠ) τό огонь под пеплом, тлеющий жар Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐμπύρευμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρή [[ποσότητα]] εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιείται ως [[μέσο]] μεταδόσεως της εκρήξεως στην [[πυρίτιδα]] φυσιγγίου ή σε [[άλλη]] εκρηκτική ύλη, κν. [[καψούλι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αναμμένο [[κάρβουνο]] σκεπασμένο με [[στάχτη]], [[υπόλειμμα]] φωτιάς που χρησιμεύει για να αναφθεί και [[πάλι]] [[φωτιά]], κν. [[προσάναμμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρόρμηση]], [[έναυσμα]] («ὀλίγον ἐκ τοῦ πρότερον ἔρωτος [[ἐμπύρευμα]] λαβών», Ευστάθ.). | |mltxt=το (AM [[ἐμπύρευμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρή [[ποσότητα]] εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιείται ως [[μέσο]] μεταδόσεως της εκρήξεως στην [[πυρίτιδα]] φυσιγγίου ή σε [[άλλη]] εκρηκτική ύλη, κν. [[καψούλι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αναμμένο [[κάρβουνο]] σκεπασμένο με [[στάχτη]], [[υπόλειμμα]] φωτιάς που χρησιμεύει για να αναφθεί και [[πάλι]] [[φωτιά]], κν. [[προσάναμμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρόρμηση]], [[έναυσμα]] («ὀλίγον ἐκ τοῦ πρότερον ἔρωτος [[ἐμπύρευμα]] λαβών», Ευστάθ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, a live coal covered with ashes, so as to allow of the fire being rekindled (λείψανον, Hsch.; ἔναυσμα, Suid.), Arist.Frr.225,226, Gal.11.629: metaph., Ph.2.59, al., Longus 1.29; ἀρετῆς Jul.ad Ath.269d: pl., ζωῆς ἐμπύρευμα = embers, hidden sparks, Simp.in Cael.677.11.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
rescoldo, brasa ἐγκαταλείπεται γὰρ αὐτοῖς οἷον ἐ. τι Arist.Fr.225, τὸ ἐκ τῆς ἡλιακῆς θερμασίας οἷον ἐ. τι Arist.Fr.226, cf. Gal.11.629, Sud.
•fig. ὑγείας σπέρμα, ὥσπερ ἐ. πάσαις ἐπιμελείαις ζωπυρητέον Chrysipp.Stoic.3.162.15, ἡ φιλοσοφία ἐκ τῆς θείας γραφῆς τὸ ἐ. λαβοῦσα Clem.Al.Strom.6.16.149, c. gen. abstr. ἡ καρδία τὸ ἐ. τῆς ζωῆς εἶχεν ἐγκείμενον τῷ βάθει Democr.B 1, cf. Gr.Nyss.Eun.3.3.68, τι καλοκαγαθίας ἐ. Ph.2.59, τῆς ἄρρενος γενεᾶς Ph.2.306, σοφίας Ph.2.279, ἔρωτος Longus 1.29.1, τῆς τῶν προγόνων ἀρετῆς Iul.ad Ath.269d, cf. Gr.Naz.M.35.568A, Simp.in Cael.677.11.
German (Pape)
[Seite 818] τό, Anzündung, Suid. σπέρμα πυρός, etwa Kohlen, die unter der Asche glimmend erhalten werden, um daran wieder Feuer anzuzünden; gew. übertr., Longus 1, 29 u. a. Sp. Nach Hesych. auch λείψανον, Überbleibsel übh.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπύρευμα: ατος (ῠ) τό огонь под пеплом, тлеющий жар Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπύρευμα: τό, ἀνημμένοι ἄνθρακες κεκαλυμμένοι διὰ τέφρας, «παραχωμένη φωτιά», ὅπως χρησιμεύσῃ νὰ ἀναφθῇ ἐκ νέου πῦρ, κοινῶς προσάναμμα («λείψανον» καθ’ Ἡσύχ.: - «ἔναυσμα, σπέρμα πυρὸς» κατὰ Σουΐδ.), Ἀριστ. Ἀποσπ. 216, 217: μεταφ., Λόγγ. 1. 29, Συνέσ. 31C.
Greek Monolingual
το (AM ἐμπύρευμα)
νεοελλ.
μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιείται ως μέσο μεταδόσεως της εκρήξεως στην πυρίτιδα φυσιγγίου ή σε άλλη εκρηκτική ύλη, κν. καψούλι
αρχ.-μσν.
1. αναμμένο κάρβουνο σκεπασμένο με στάχτη, υπόλειμμα φωτιάς που χρησιμεύει για να αναφθεί και πάλι φωτιά, κν. προσάναμμα
2. μτφ. παρόρμηση, έναυσμα («ὀλίγον ἐκ τοῦ πρότερον ἔρωτος ἐμπύρευμα λαβών», Ευστάθ.).