ἐναπόληψις: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -λημψις Dsc.2.151.2 (cj.), <i>Eup</i>.1.62, Diog.Oen.98.10<br /><b class="num">1</b> cien. [[interceptación]], [[captura]], [[retención]] de elementos o sustancias, Arist.<i>Mete</i>.370<sup>a</sup>1, <i>Spir</i>.482<sup>b</sup>31, διὰ τὴν ἐναπόληψιν ὑγρότητός τέ τινος καὶ πνεύματος Thphr.<i>CP</i> 2.9.3, cf. <i>Ign</i>.68, αἱ ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν τούτων ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει Epicur.<i>Ep</i>.[2] 77, de los cuerpos celestes, Plu.2.317a, πυρός Gal.17(2).187.<br /><b class="num">2</b> [[retención]], [[acumulación]] σεισμὸς γίνεται κατὰ πνευμάτων ἐναπόλημψιν ἐν τῇ γῇ Diog.Oen.l.c., cf. Plu.2.134c<br /><b class="num">•</b>medic. πρὸς δὲ τὰς τῶν ὑδάτων ἐναπολήμψεις para las retenciones de líquidos</i> patológicas, Dsc.<i>Eup</i>.l.c., cf. 2.151.2. | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -λημψις Dsc.2.151.2 (cj.), <i>Eup</i>.1.62, Diog.Oen.98.10<br /><b class="num">1</b> cien. [[interceptación]], [[captura]], [[retención]] de elementos o sustancias, Arist.<i>Mete</i>.370<sup>a</sup>1, <i>Spir</i>.482<sup>b</sup>31, διὰ τὴν ἐναπόληψιν ὑγρότητός τέ τινος καὶ πνεύματος Thphr.<i>CP</i> 2.9.3, cf. <i>Ign</i>.68, αἱ ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν τούτων ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει Epicur.<i>Ep</i>.[2] 77, de los cuerpos celestes, Plu.2.317a, πυρός Gal.17(2).187.<br /><b class="num">2</b> [[retención]], [[acumulación]] σεισμὸς γίνεται κατὰ πνευμάτων ἐναπόλημψιν ἐν τῇ γῇ Diog.Oen.l.c., cf. Plu.2.134c<br /><b class="num">•</b>medic. πρὸς δὲ τὰς τῶν ὑδάτων ἐναπολήμψεις para las retenciones de líquidos</i> patológicas, Dsc.<i>Eup</i>.l.c., cf. 2.151.2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐναπόληψις:''' εως ἡ [[захватывание]], [[перехватывание]], [[задержка]] (sc. τοῦ ἐκπνευματουμένου Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐναπόληψις]], η (AM)<br />η [[περίληψη]], το [[κλείσιμο]], το [[κράτημα]] κάποιου [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μπλέξιμο]] σε [[δίνη]], το να περιπλέκεται ή να παρασύρεται [[κάποιος]] σε [[κάτι]] («τὰς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει», Επίκτ.). | |mltxt=[[ἐναπόληψις]], η (AM)<br />η [[περίληψη]], το [[κλείσιμο]], το [[κράτημα]] κάποιου [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μπλέξιμο]] σε [[δίνη]], το να περιπλέκεται ή να παρασύρεται [[κάποιος]] σε [[κάτι]] («τὰς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει», Επίκτ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A intercepting, catching, retention, Arist.Mete.370a1, Spir.482b31, Thphr.CP2.9.3, Dsc.Eup. 1.62. 2 being caught up, involved in, τὰς ἐ. τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει Epicur.Ep. 1p.28U.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): -λημψις Dsc.2.151.2 (cj.), Eup.1.62, Diog.Oen.98.10
1 cien. interceptación, captura, retención de elementos o sustancias, Arist.Mete.370a1, Spir.482b31, διὰ τὴν ἐναπόληψιν ὑγρότητός τέ τινος καὶ πνεύματος Thphr.CP 2.9.3, cf. Ign.68, αἱ ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν τούτων ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει Epicur.Ep.[2] 77, de los cuerpos celestes, Plu.2.317a, πυρός Gal.17(2).187.
2 retención, acumulación σεισμὸς γίνεται κατὰ πνευμάτων ἐναπόλημψιν ἐν τῇ γῇ Diog.Oen.l.c., cf. Plu.2.134c
•medic. πρὸς δὲ τὰς τῶν ὑδάτων ἐναπολήμψεις para las retenciones de líquidos patológicas, Dsc.Eup.l.c., cf. 2.151.2.
Russian (Dvoretsky)
ἐναπόληψις: εως ἡ захватывание, перехватывание, задержка (sc. τοῦ ἐκπνευματουμένου Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπόληψις: -εως, ἡ, περίκλεισις, κράτησις ἐντός, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15, π. Πνεύμ. 4, 5, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3.
Greek Monolingual
ἐναπόληψις, η (AM)
η περίληψη, το κλείσιμο, το κράτημα κάποιου μέσα σε κάτι
αρχ.
μπλέξιμο σε δίνη, το να περιπλέκεται ή να παρασύρεται κάποιος σε κάτι («τὰς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει», Επίκτ.).