Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνήρης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />garni de rameurs ; <i>en gén.</i> gréé, équipé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], ἄρω.
|btext=ης, ες :<br />garni de rameurs ; <i>en gén.</i> gréé, équipé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], ἄρω.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνήρης:''' [[снабженный веслами или гребцами]], [[оснащенный]] ([[ναῦς]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 16: Line 19:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνήρης:''' -ες (*ἄρω), αυτός που έχει [[κουπιά]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐνήρης:''' -ες (*ἄρω), αυτός που έχει [[κουπιά]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνήρης:''' [[снабженный веслами или гребцами]], [[оснащенный]] ([[ναῦς]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐν-[[ήρης]], ες [*ἄρω]<br />with oars, Plut.
|mdlsjtxt=ἐν-[[ήρης]], ες [*ἄρω]<br />with oars, Plut.
}}
}}

Revision as of 19:20, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 841] ες, mit Rudern versehen, ναῦς Plut. Brut. 28 Anton. 63 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
garni de rameurs ; en gén. gréé, équipé.
Étymologie: ἐν, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνήρης: снабженный веслами или гребцами, оснащенный (ναῦς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνήρης: -ες, ἔχων κώπας, μὴ ναῦν ἐνήρη, μὴ στρατιώτην ἕνα, μὴ πόλιν ἔχοντες Πλουτ. Βροῦτ. 28, Σύλλ. 24, κτλ.: πρβλ. διήρης.

Spanish (DGE)

-ες
equipado con remeros ναῦς Plu.Sull.24, cf. Brut.28 (cód.), Ant.63.

Greek Monolingual

ἐνήρης, -ες (Α)
(για πλοίο) αυτός που έχει μία σειρά κουπιών ή ένα μόνο ζεύγος («μὴ ναῡν ἑνήρη, μὴ στρατιώτην ἕνα, μή πόλιν ἔχοντες», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ήρης < ερέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυήρης, τριήρης κ.ά.].

Greek Monotonic

ἐνήρης: -ες (*ἄρω), αυτός που έχει κουπιά, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐν-ήρης, ες [*ἄρω]
with oars, Plut.