ἐπίπνοια: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />souffle, inspiration.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίπνοος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />souffle, inspiration.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίπνοος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίπνοια:''' ἡ досл. дуновение, веяние, дыхание, перен. внушение, вдохновение, наитие (ἐξ ἐπιπνοίας [[Διός]] Aesch.; οὐκ [[ἄνευ]] τινὸς ἐπιπνοίας [[θεῶν]] Plat.; ἐπιπνοίᾳ δαιμονίου Arst.): ἐ. πρὸς τὸ [[καλόν]] Plut. порыв к прекрасному.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίπνοια:''' ἡ, [[πνοή]], [[φύσημα]], [[έμπνευση]], Λατ. [[afflatus]], σε Αισχύλ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπίπνοια:''' ἡ, [[πνοή]], [[φύσημα]], [[έμπνευση]], Λατ. [[afflatus]], σε Αισχύλ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίπνοια:''' ἡ досл. дуновение, веяние, дыхание, перен. внушение, вдохновение, наитие (ἐξ ἐπιπνοίας [[Διός]] Aesch.; οὐκ [[ἄνευ]] τινὸς ἐπιπνοίας [[θεῶν]] Plat.; ἐπιπνοίᾳ δαιμονίου Arst.): ἐ. πρὸς τὸ [[καλόν]] Plut. порыв к прекрасному.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπίπνοια]], ἡ, [from [[ἐπιπνέω]]<br />a [[breathing]] [[upon]], inspiration, Lat. [[afflatus]], Aesch., Plat.
|mdlsjtxt=[[ἐπίπνοια]], ἡ, [from [[ἐπιπνέω]]<br />a [[breathing]] [[upon]], inspiration, Lat. [[afflatus]], Aesch., Plat.
}}
}}

Revision as of 19:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπνοια Medium diacritics: ἐπίπνοια Low diacritics: επίπνοια Capitals: ΕΠΙΠΝΟΙΑ
Transliteration A: epípnoia Transliteration B: epipnoia Transliteration C: epipnoia Beta Code: e)pi/pnoia

English (LSJ)

ἡ, A breathing upon, inspiration, ἐ. πρᾳότητος Pl.Ti.71c; ἐξ ἐπιπνοίας Διός A.Supp.17 (anap.), cf. 43 (lyr.); θείαις ἐ. ib.577 (lyr.); οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν Pl.Lg.811c, cf. Cra.399a; μαντικὴν . . ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες κτλ. Id.Phdr.265b; ἐπιπνοίᾳ δαιμονίου ἐνθουσιάζειν Arist.EE1214a24; ἐ. πρὸς τὸ καλὸν κατασχεθῆναι Plu.Agis7. II. pl., winds blowing opposite ways, Thphr.Vent.55.

German (Pape)

[Seite 971] ἡ, das Anhauchen, Anwehen, Διός Aesch. Suppl. 17. 44; θεῖαι 572, wie Plat. Legg. V, 747 e; οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν, nicht ohne göttliche Begeisterung, VII, 811 c, vgl. τῇ τοῦ Εὐθύφρονος ἐπιπνοίᾳ πιστεύεις Crat. 399 a; οἷον ἐπιπνοίᾳ πρὸς τὸ καλόν Plut. Ag. 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
souffle, inspiration.
Étymologie: ἐπίπνοος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπνοια: ἡ досл. дуновение, веяние, дыхание, перен. внушение, вдохновение, наитие (ἐξ ἐπιπνοίας Διός Aesch.; οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν Plat.; ἐπιπνοίᾳ δαιμονίου Arst.): ἐ. πρὸς τὸ καλόν Plut. порыв к прекрасному.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπνοια: ἡ (ἐπιπνέω) ἐπίπνευσις, ἔμπνευσις, Λατ. afflatus, ἐπ. πρᾳότητος Πλάτ. Τίμ. 71C· ἐξ ἐπιπνοίας Διός, Ζηνὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 18, 45· θείαις ἐπ. αὐτόθι 576· οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν Πλάτ. Νόμοι 811C, πρβλ. Κρατ. 399Α· μαντικήν... ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν «Φαίδρῳ» 265Β· ἐπιπνοίᾳ δαιμονίου ἐνθουσιάζειν Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 1. 1, 4· ἐπ. πρὸς τὸ καλὸν Πλούτ. Ἆγις 7· ἡ Σίβυλλα ὡμίλει ἔκ τινος δυνατῆς ἐπ. Ἰουστ. Μ. πρὸς Ἕλληνας 37. ΙΙ. πνοὴ δυνατή, ἰσχυρὸν φύσημα ἀέρος, ἐπίπνοιαι χειμεριναὶ Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 55.

Greek Monolingual

ἐπίπνοια, ἡ (AM) επίπνους
θεία έμπνευση (α. «κατὰ θείαν ἐπίπνοιαν» β. «ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν», Πλάτ.)
αρχ.
φύσημα, πνοή («ἐπίπνοιαι χειμεριναί», Θεόφρ.).

Greek Monotonic

ἐπίπνοια: ἡ, πνοή, φύσημα, έμπνευση, Λατ. afflatus, σε Αισχύλ., Πλάτ.

Middle Liddell

ἐπίπνοια, ἡ, [from ἐπιπνέω
a breathing upon, inspiration, Lat. afflatus, Aesch., Plat.