ἐπανορθωτικός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0903.png Seite 903]] ή, όν, verbessernd, zum Verbessern geschickt, Arist. Eth. 5, 7; τῶν ἠθῶν Strab. 1, 2, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0903.png Seite 903]] ή, όν, verbessernd, zum Verbessern geschickt, Arist. Eth. 5, 7; τῶν ἠθῶν Strab. 1, 2, 3.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπανορθωτικός:''' [[могущий исправить]], [[служащий улучшению]] (τὸ [[δίκαιον]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[επανορθωτικός]], -ή, -όν [[επανορθώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην [[επανόρθωση]] («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επανορθωτικό</i><br /><b>ναυτ.</b> [[σήμα]] για την [[επανόρθωση]] της τάξεως, για τη [[διόρθωση]] της πορείας.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[επανορθωτικός]], -ή, -όν [[επανορθώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην [[επανόρθωση]] («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επανορθωτικό</i><br /><b>ναυτ.</b> [[σήμα]] για την [[επανόρθωση]] της τάξεως, για τη [[διόρθωση]] της πορείας.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπανορθωτικός:''' [[могущий исправить]], [[служащий улучшению]] (τὸ [[δίκαιον]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 19:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανορθωτικός Medium diacritics: ἐπανορθωτικός Low diacritics: επανορθωτικός Capitals: ΕΠΑΝΟΡΘΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epanorthōtikós Transliteration B: epanorthōtikos Transliteration C: epanorthotikos Beta Code: e)panorqwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, corrective, restorative, τῶν ἠθῶν Str.1.2.3; τὸ ἐ. δίκαιον Arist.EN1132a18; τέχνη Gal. 1.303. Adv. -κῶς Sch.D.3.33.

German (Pape)

[Seite 903] ή, όν, verbessernd, zum Verbessern geschickt, Arist. Eth. 5, 7; τῶν ἠθῶν Strab. 1, 2, 3.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανορθωτικός: могущий исправить, служащий улучшению (τὸ δίκαιον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανορθωτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἐπανόρθωσιν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐπανορθώσῃ, τῶν ἠθῶν Στράβων 16· τὸ ἐπανορθωτικὸν δίκαιον Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α επανορθωτικός, -ή, -όν επανορθώνω
1. αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην επανόρθωση («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» κ.λπ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επανορθωτικό
ναυτ. σήμα για την επανόρθωση της τάξεως, για τη διόρθωση της πορείας.