ἐπηρεφής: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui couvre en dessus, qui surplombe;<br /><b>2</b> qui recouvre en tombant sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐρέφω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui couvre en dessus, qui surplombe;<br /><b>2</b> qui recouvre en tombant sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐρέφω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπηρεφής:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. осеняющий в виде кровли, перен. нависающий, нависший (πέτραι, κρημνοί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[снабженный крышкой]], [[прикрытый]] (σίμβλοι Hes.);<br /><b class="num">3)</b> [[широколиственный]], [[тенистый]] ([[κότινος]] Theocr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπηρεφής:''' -ές ([[ἐρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προεξέχει, επικρεμάμενος, [[κρεμαστός]], [[απειλητικός]], λέγεται για απότομους βράχους, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., σκεπασμένος, στεγασμένος, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ἐπηρεφής:''' -ές ([[ἐρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προεξέχει, επικρεμάμενος, [[κρεμαστός]], [[απειλητικός]], λέγεται για απότομους βράχους, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., σκεπασμένος, στεγασμένος, σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐπ-ηρεφής, ές [[ἐρέφω]]<br /><b class="num">I.</b> [[overhanging]], [[beetling]], of cliffs, Hom.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. [[covered]], [[sheltered]], Hes. | |mdlsjtxt=ἐπ-ηρεφής, ές [[ἐρέφω]]<br /><b class="num">I.</b> [[overhanging]], [[beetling]], of cliffs, Hom.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. [[covered]], [[sheltered]], Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, A overhanging, beetling, ἐπηρεφέας φύγε πέτρας νηῦς ἐμή Od.10.131, cf. 12.59; κρημνοὶ ἐ. Il.12.54; κότινος Theoc.25.208. II Pass., covered, sheltered, σίμβλοι Hes.Th.598; ἐ. φολίδεσσι, of a dragon, A.R.4.144; σπέος πέτρῃσιν ἐ. Id.2.736; νήσους ἐ. δονάκεσσιν Simm.1.8; κόρυμβοι ἐ. πετάλοισι Nic.Fr.74.24, cf. Hld.8.14.
German (Pape)
[Seite 921] ές, 1) von oben her beschattend, πέτραι, überhangende, Od. 10, 131. 12, 59, wie κρημνοί Il. 12, 54. – 2) von oben beschattet, überwölbt, σίμβλοι Hes. Th. 598; σπέος An. Rh. 2, 736, vgl. κατηρεφής; τινί, mit Etwas, 4, 144; Nic. bei Ath. XV, 683 d; κότινος Theocr. 25, 208.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui couvre en dessus, qui surplombe;
2 qui recouvre en tombant sur.
Étymologie: ἐπί, ἐρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπηρεφής:
1) досл. осеняющий в виде кровли, перен. нависающий, нависший (πέτραι, κρημνοί Hom.);
2) снабженный крышкой, прикрытый (σίμβλοι Hes.);
3) широколиственный, тенистый (κότινος Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ἐπικρεμάμενος, ὑπερκείμενος, ἀσπασίως δ’ ἐς πόντον ἐπηρεφέας φύγε πέτρας νηῦς ἐμή, «ἐπηρεφέας, ἤτοι ἄνωθεν ἐπηρεφεῖς ἢ ἐπικεκλιμένας πέτρας» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 131, πρβλ. Μ. 59· κρημνοὶ ἐπ. Ἰλ. Μ. 54· κότινος Θεόκρ. 25, 208· πρβλ. κατηρεφής. ΙΙ. Παθ., ἐστεγασμένος, οἱ δ’ (οἱ κηφῆνες δηλ.) ἔντοσθε μένοντες ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους, κτλ., Ἡσ. Θ. 598· ἵνα τε σπέος ἔστ’ Ἀΐδαο ὕλῃ καὶ πέτρῃσιν ἐπηρεφὲς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 736· κεκαλυμμένος, ἐσκεπασμένος, ἀζαλίῃσιν ἐπηρεφέας φολίδεσσιν, περὶ τοῦ σώματος δράκοντος, πρβλ. Δ. 144.
English (Autenrieth)
έος (ἐρέφω): overhanging, beetling; πέτραι, κρημνοί, Od. 10.131, μ, Il. 12.54.
Greek Monolingual
ἐπηρεφής -ές (Α)
1. αυτός που κρέμεται από ψηλά, που προεξέχει («κρημνοὶ ἐπηρεφέες», Ομ. Ιλ.)
2. σκεπαστός, θολωτός
3. καλυμμένος, σκεπασμένος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηρεφής (< ερέφω «σκεπάζω, στεγάζω»)].
Greek Monotonic
ἐπηρεφής: -ές (ἐρέφω),
I. αυτός που προεξέχει, επικρεμάμενος, κρεμαστός, απειλητικός, λέγεται για απότομους βράχους, σε Όμηρ.
II. Παθ., σκεπασμένος, στεγασμένος, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ἐπ-ηρεφής, ές ἐρέφω
I. overhanging, beetling, of cliffs, Hom.
II. pass. covered, sheltered, Hes.