ἐπιστημονικός: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0984.png Seite 984]] ή, όν, das Wissen betreffend, wissend, τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς [[μέρος]] Arist. Eth. 6, 2; auch adv., S. Emp. adv. phys. 283. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0984.png Seite 984]] ή, όν, das Wissen betreffend, wissend, τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς [[μέρος]] Arist. Eth. 6, 2; auch adv., S. Emp. adv. phys. 283. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιστημονικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[познающий]] ([[μέρος]] τῆς ψυχῆς Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[научный]] ([[ὁρισμός]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστημονικός]], -ή, -όν) [[επιστήμων]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιστήμη]], που ακολουθεί τους όρους της επιστήμης («επιστημονική [[έρευνα]], [[συζήτηση]]», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική [[ἀπόδειξις]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να κατέχει την [[επιστήμη]], να μαθαίνει καλά [[κάτι]] («τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστημονικός]], -ή, -όν) [[επιστήμων]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιστήμη]], που ακολουθεί τους όρους της επιστήμης («επιστημονική [[έρευνα]], [[συζήτηση]]», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική [[ἀπόδειξις]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να κατέχει την [[επιστήμη]], να μαθαίνει καλά [[κάτι]] («τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A capable of knowledge, τὸ ἐ. τῆς ψυχῆς Arist.de An.431b27; opp. βουλευτικός, Id.MM1196b17, cf. EN1139a12; θεὸς . . πάντων-ώτατον Id.Fr.10 (=S.E.M.9.21): Comp. -ώτερος Arist.Top.141b16, Ph.Fr.70 H. II. of or for science, scientific, ἀρχαί Arist.Top.100b19; ὁ ὁρισμὸς -κός (v.l. -κόν) Id.Metaph.1039b32; ἀποδείξεις Id.AP0.75a30; συλλογισμός ib.71b18; αἴσθησις Phld.Mus.p.11 K.; λόγοι Gal.UP12.6; ἐπίγνωσις Theol.Ar.17; οὐκ ἦν εὔλογον οὐδ' ἐ. ib.58: Sup.-ώτατον, ἔργον [ὁ κόσμος] Ph.2.217. Adv. -κῶς Arist.Top.114b10, Ph.2.417.
German (Pape)
[Seite 984] ή, όν, das Wissen betreffend, wissend, τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς μέρος Arist. Eth. 6, 2; auch adv., S. Emp. adv. phys. 283.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστημονικός:
1) познающий (μέρος τῆς ψυχῆς Arst.);
2) научный (ὁρισμός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστημονικός: -ή, -όν, ἐπιδεκτικὸς ἐπιστήμης, γνώσεως, ἀντίθετον τῷ λογιστικός, τὸ ἐπ. μέρος τῆς ψυχῆς Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 8, 2, Ἠθ. Ν. 6. 1, 6· θεός... πάντων ἐπιστημονικώτατον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 12. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἢ κατάλληλος διὰ τὴν ἐπιστήμην, ὡς καὶ νῦν, ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 1, 2· ὁρισμὸς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 3· ἀπόδειξις ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. Ὑστ. 1. 6, 11, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιστημονικός, -ή, -όν) επιστήμων
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που ακολουθεί τους όρους της επιστήμης («επιστημονική έρευνα, συζήτηση», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική ἀπόδειξις»)
αρχ.
ο ικανός να κατέχει την επιστήμη, να μαθαίνει καλά κάτι («τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς», Αριστοτ.).