ἐπιπώλησις: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de passer en revue, revue.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπωλέομαι]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de passer en revue, revue.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπωλέομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιπώλησις:''' εως ἡ [[обход]], [[осмотр]]: Ἀγαμέμνονος ἐ. «[[смотр Агамемнона]]» (заглавие ст. 223-544 IV песни Илиады, данное в XII в. н. э. Евстафием Фессалоникийским). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιπώλησις:''' -εως, ἡ, [[περιφορά]], [[τριγύρισμα]], [[επιθεώρηση]], όνομα που δόθηκε στο δεύτερο μισό του Δ της Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἐπιπώλησις:''' -εως, ἡ, [[περιφορά]], [[τριγύρισμα]], [[επιθεώρηση]], όνομα που δόθηκε στο δεύτερο μισό του Δ της Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐπιπώλησις]], εως [from [[ἐπιπωλέομαι]]<br />a [[going]] [[round]], [[inspection]], [[name]] given to the [[latter]] [[half]] of Il. 4. | |mdlsjtxt=[[ἐπιπώλησις]], εως [from [[ἐπιπωλέομαι]]<br />a [[going]] [[round]], [[inspection]], [[name]] given to the [[latter]] [[half]] of Il. 4. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, going round, visitation, a name given by Gramm. to the latter half of Il.4, IG14.1290.59 (prob.), cf. Str.9.1.10, Plu.2.29a.
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, das Umhergehen, die Heerschau, so hieß die letzte Hälfte des vierten Buches der Iliade, Plut. de aud. poet. 9 u. Eust.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de passer en revue, revue.
Étymologie: ἐπιπωλέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπώλησις: εως ἡ обход, осмотр: Ἀγαμέμνονος ἐ. «смотр Агамемнона» (заглавие ст. 223-544 IV песни Илиады, данное в XII в. н. э. Евстафием Фессалоникийским).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπώλησις: -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, ἐπίσκεψις, ἐπιθεώρησις, ὄνομα διδόμενον ὑπὸ τῶν γραμματικῶν εἰς τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ Δ τῆς Ἰλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 6129b. 59, πρβλ. Πλούτ. 2. 29Α.
Greek Monolingual
ἐπιπώλησις, ἡ (Α) επιπωλούμαι
επίσκεψη, επιθεώρηση και ιδίως όνομα που απέδιδαν οι αρχαίοι γραμματικοί στο δεύτερο μισό της ραψωδίας Δ της Ιλιάδας («τοῦ Ἀγαμέμνονος ἐν τῇ ἐπιπωλήσει τὸν Διομήδην λοιδορήσαντος», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐπιπώλησις: -εως, ἡ, περιφορά, τριγύρισμα, επιθεώρηση, όνομα που δόθηκε στο δεύτερο μισό του Δ της Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἐπιπώλησις, εως [from ἐπιπωλέομαι
a going round, inspection, name given to the latter half of Il. 4.