ἐπιφόρημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />second service, dessert.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιφορέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />second service, dessert.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιφορέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιφόρημα:''' ατος τό [[блюдо]], [[разносимое в конце трапезы]], [[десерт]] Luc., pl. Her.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιφόρημα:''' -ατος, τό, στον πληθ., μερίδες, πιάτα που σερβίρονται επιπροσθέτως ή [[μετά]] από το κύριο [[γεύμα]], [[επιδόρπιο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐπιφόρημα:''' -ατος, τό, στον πληθ., μερίδες, πιάτα που σερβίρονται επιπροσθέτως ή [[μετά]] από το κύριο [[γεύμα]], [[επιδόρπιο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιφόρημα:''' ατος τό [[блюдо]], [[разносимое в конце трапезы]], [[десерт]] Luc., pl. Her.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιφόρημα]], ατος, τό, [from [[ἐπιφορέω]]<br />in pl. dishes served up [[besides]] or [[after]], [[dessert]], Hdt., etc.
|mdlsjtxt=[[ἐπιφόρημα]], ατος, τό, [from [[ἐπιφορέω]]<br />in pl. dishes served up [[besides]] or [[after]], [[dessert]], Hdt., etc.
}}
}}

Revision as of 19:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφόρημα Medium diacritics: ἐπιφόρημα Low diacritics: επιφόρημα Capitals: ΕΠΙΦΟΡΗΜΑ
Transliteration A: epiphórēma Transliteration B: epiphorēma Transliteration C: epiforima Beta Code: e)pifo/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, in plural,
A dishes served up besides or dishes served up after, dish that ends the meal, dessert, Hdt.1.133, Ar.Fr.774, Archipp.9, etc.: in sg., Eudox.Com. 2, Luc.Lex.8.
2 offering at the grave, funerary offering, Iamb.VP27.122.

German (Pape)

[Seite 1001] τό, das Nachheraufgetragene, der Nachtisch, gew. im plur., vgl. Ath. XIV, 640 e; σίτοισι ὀλίγοισι χρέωνται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι Her. 1, 133; Hesych. τραγήματα ἐπὶ τὸ δεῖπνον, s. Ἀβυδηνόν. Der sing., Luc. Lex. 8. – Das beim Begräbniß Dargebrachte, Iambl.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
second service, dessert.
Étymologie: ἐπιφορέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφόρημα: ατος τό блюдо, разносимое в конце трапезы, десерт Luc., pl. Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφόρημα: τό, ἐν τῷ πληθ., πρόσθετα ἐδέσματα, τραγήματα μετὰ τὸ δεῖπνον, Ἡρόδ. 1. 133, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 610, Ἄρχιππ. ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 4 (παρ’ Ἀθην. 640F)· ἐν τῷ ἑνικῷ, Λουκ. Λεξιφ. 8, ἴδε ἐν λ. Ἄβυδος. 2) προσφορὰ ἐπὶ τοῦ τάφου, Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 122 (27).

Greek Monolingual

ἐπιφόρημα, τὸ (A) επιφορώ
1. στον πληθ. τὰ ἐπιφορήματα
πρόσθετα φαγητά μετά το δείπνο («σίτοισι δὲ ὀλίγοισι χρέονται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι», Ηρόδ.)
2. προσφορά πάνω στον τάφο.

Greek Monotonic

ἐπιφόρημα: -ατος, τό, στον πληθ., μερίδες, πιάτα που σερβίρονται επιπροσθέτως ή μετά από το κύριο γεύμα, επιδόρπιο, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἐπιφόρημα, ατος, τό, [from ἐπιφορέω
in pl. dishes served up besides or after, dessert, Hdt., etc.