Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔκπυστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est porté à la connaissance de, connu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπυνθάνομαι]].
|btext=ος, ον :<br />qui est porté à la connaissance de, connu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπυνθάνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκπυστος:''' [[узнанный]], [[дошедший до сведения]], [[известный]]: πρὶν [[ἔκπυστος]] [[γενέσθαι]] Thuc. прежде, чем стало известно о его прибытии; ἐκπύστου [[τούτου]] γενομένου πρὸς τὸν Μέτελλον Plut. когда весть об этом дошла до Метелла.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκπυστος:''' -ον ([[ἐκπυνθάνομαι]]), [[γνωστός]], [[ξακουστός]], [[περίφημος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἔκπυστος:''' -ον ([[ἐκπυνθάνομαι]]), [[γνωστός]], [[ξακουστός]], [[περίφημος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκπυστος:''' [[узнанный]], [[дошедший до сведения]], [[известный]]: πρὶν [[ἔκπυστος]] [[γενέσθαι]] Thuc. прежде, чем стало известно о его прибытии; ἐκπύστου [[τούτου]] γενομένου πρὸς τὸν Μέτελλον Plut. когда весть об этом дошла до Метелла.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔκπυστος]], ον [[ἐκπυνθάνομαι]]<br />discovered, Thuc.
|mdlsjtxt=[[ἔκπυστος]], ον [[ἐκπυνθάνομαι]]<br />discovered, Thuc.
}}
}}

Revision as of 20:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπυστος Medium diacritics: ἔκπυστος Low diacritics: έκπυστος Capitals: ΕΚΠΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ékpystos Transliteration B: ekpystos Transliteration C: ekpystos Beta Code: e)/kpustos

English (LSJ)

ον, heard of, discovered, πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70,8.42, J.AJ19.1.7, Plu.Cam.3, etc.; ἔ. τι ποιεῖν Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6.

Spanish (DGE)

-ον
gener. en constr. pred.
1 de pers. descubierto πρὶν ἐκπύστους (ἡμᾶς) γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70, 8.42, Charito 1.14.6, I.AI 18.111, Plu.2.324d, D.C.41.44.3.
2 de cosas conocido, desvelado, sacado a la luz τὸ πρᾶγμα ἔκπυστον γίγνεται Aeschin.Ep.10.6, πρὶν ἔκπυστα γενέσθαι Ῥωμαίοις τὰ βουλεύματα D.H.8.12, ἐκπύστου τοῦ ἐπιβουλεύματος γενομένου I.AI 19.44, cf. Paus.5.21.17, Plu.Cam.3, ἔκπυστα τοῖς πολλοῖς τὰ γεγραμμένα γενέσθαι Plu.Num.22, cf. Caes.64, ὡς ἂν ... ἡ φήμη ἔκπυστα καὶ γνώριμα ποιῇ (τὰ ἐκ τῆς Ῥώμης) Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6, D.C.47.47.5, Men.Prot.21.49
divulgado, hecho público, dado a conocer τοὺς ἔκπυστα αὐτοῦ τὰ κρύφια ποιήσαντας Epicur.[1] 5, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 777] bekannt, ruchbar; ἔκπυστον γίγνεσθαι Thuc. 4, 70; 8, 42 u. Sp.; τινί, Plut. Camill. 3; ἔκπυστον ποιεῖν τινι, bekannt machen, Hdn. 2, 7, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est porté à la connaissance de, connu.
Étymologie: ἐκπυνθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔκπυστος: узнанный, дошедший до сведения, известный: πρὶν ἔκπυστος γενέσθαι Thuc. прежде, чем стало известно о его прибытии; ἐκπύστου τούτου γενομένου πρὸς τὸν Μέτελλον Plut. когда весть об этом дошла до Метелла.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπυστος: -ον, γνωστός, κυρίως ἐπὶ πραγμάτων, σπανίως δὲ ἐπὶ προσώπων, ἐμοὶ δοκεῖ πλεῖν ἡμᾶς ἐπί Μυτιλήνην πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι, πρὶν γείνῃ τι γνωστὸν περὶ ἡμῶν, Θουκ. 3. 30., 4. 70., 8. 42· μὴ ἔκπυστα ποιεῖν τὰ ἄξια κρύπτεσθαι Συνεσ. Ἐπιστ. 143. σ. 279Α, Ἡρωδιαν. 2. 7, 10· - «ἐκπτύστων· φανερῶν ἢ πολλοῖς ἀκουστῶν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἔκπυστος, -ον (Α)
αυτός που έγινε αντιληπτός ή γνωστός.

Greek Monotonic

ἔκπυστος: -ον (ἐκπυνθάνομαι), γνωστός, ξακουστός, περίφημος, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἔκπυστος, ον ἐκπυνθάνομαι
discovered, Thuc.