ἡδυπότης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />convive aimable.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[πίνω]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />convive aimable.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[πίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδῠπότης:''' ου ὁ приятный собутыльник Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡδυπότης:''' -ου, αυτός που αγαπά το ποτό, ο [[φιλοπότης]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἡδυπότης:''' -ου, αυτός που αγαπά το ποτό, ο [[φιλοπότης]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδῠπότης:''' ου ὁ приятный собутыльник Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἡδυ-[[πότης]], ου,<br />[[fond]] of [[drinking]], Anth.
|mdlsjtxt=ἡδυ-[[πότης]], ου,<br />[[fond]] of [[drinking]], Anth.
}}
}}

Revision as of 20:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδυπότης Medium diacritics: ἡδυπότης Low diacritics: ηδυπότης Capitals: ΗΔΥΠΟΤΗΣ
Transliteration A: hēdypótēs Transliteration B: hēdypotēs Transliteration C: idypotis Beta Code: h(dupo/ths

English (LSJ)

ου, A fond of drinking, epithet of Dionysus, AP9.524.8, cf. Hedyl. ap.Ath.4.176d, Man.4.493. II furnishing sweet drink, ἄμπελος Nonn.D.12.249.

German (Pape)

[Seite 1154] ὁ, behaglich trinkend, Dionysus, Anth. (IX, 524); ὁ ἐν ἀκράτοις Hedyl. 12 (App. 34); vgl. Man. 4, 493.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
convive aimable.
Étymologie: ἡδύς, πίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠπότης: ου ὁ приятный собутыльник Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυπότης: -ου, πίνων ἡδέως, φιλοπότης, Διόνυσος Ἀνθ. Π. 9. 524. 8, παραρτ. 34.

Greek Monolingual

ἡδυπότης, ὁ (Α)
1. (επίθ. του Διονύσου) αυτός που του αρέσει το ποτό, λάτρης του ποτού, φιλοπότης
2. (για αμπέλι) αυτό που παρέχει καλό και γλυκό ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πότης (< πίνω), πρβλ. οινο-πότης συμ-πότης.

Greek Monotonic

ἡδυπότης: -ου, αυτός που αγαπά το ποτό, ο φιλοπότης, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἡδυ-πότης, ου,
fond of drinking, Anth.