ἡλιοκαής: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />brûlé par le soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]], [[καίω]].
|btext=ής, ές :<br />brûlé par le soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]], [[καίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡλιοκᾰής:''' [[обожженный солнцем]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἡλιοκαής]], -ές)<br />ο καμένος από τον ήλιο, [[ηλιοκαμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡλιοκαές</i><br />[[είδος]] φαρμακευτικής σκόνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καίω]]), [[πρβλ]]. [[διακαής]], [[πυρικαής]]].
|mltxt=-ές (Α [[ἡλιοκαής]], -ές)<br />ο καμένος από τον ήλιο, [[ηλιοκαμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡλιοκαές</i><br />[[είδος]] φαρμακευτικής σκόνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καίω]]), [[πρβλ]]. [[διακαής]], [[πυρικαής]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡλιοκᾰής:''' [[обожженный солнцем]] Luc.
}}
}}

Revision as of 20:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιοκᾰής Medium diacritics: ἡλιοκαής Low diacritics: ηλιοκαής Capitals: ΗΛΙΟΚΑΗΣ
Transliteration A: hēliokaḗs Transliteration B: hēliokaēs Transliteration C: iliokais Beta Code: h(liokah/s

English (LSJ)

ές, (κάω, καίω) sunburnt, Luc.Lex.2; ὄστρακον v.l. in Dsc.2.2: -καές, τό, name of a powder, Orib.Fr.115.

German (Pape)

[Seite 1162] ές, von der Sonne verbrannt; χρίεσθαι τὸ ἡλιοκαές Luc. Lexiph. 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brûlé par le soleil.
Étymologie: ἥλιος, καίω.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιοκᾰής: обожженный солнцем Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιοκᾰής: -ές, (κάω, καίω) κεκαυμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Λουκ. Λεξιφ. 2· ἴδε τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

-ές (Α ἡλιοκαής, -ές)
ο καμένος από τον ήλιο, ηλιοκαμένος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo ἡλιοκαές
είδος φαρμακευτικής σκόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -καης (< καίω), πρβλ. διακαής, πυρικαής].