ἰθυδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui court en droite ligne.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[δραμεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />qui court en droite ligne.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[δραμεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰθῠδρόμος:''' (ῑ) движущийся по прямой линии ([[πρίων]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰθυδρόμος:''' [ῑ], -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει σε [[ευθεία]] [[κίνηση]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἰθυδρόμος:''' [ῑ], -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει σε [[ευθεία]] [[κίνηση]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰθῠδρόμος:''' (ῑ) движущийся по прямой линии ([[πρίων]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰ¯θυ-[[δρόμος]], ον [[δραμεῖν]]<br />[[straight]]-[[running]], Anth.
|mdlsjtxt=ἰ¯θυ-[[δρόμος]], ον [[δραμεῖν]]<br />[[straight]]-[[running]], Anth.
}}
}}

Revision as of 20:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθυδρόμος Medium diacritics: ἰθυδρόμος Low diacritics: ιθυδρόμος Capitals: ΙΘΥΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: ithydrómos Transliteration B: ithydromos Transliteration C: ithydromos Beta Code: i)qudro/mos

English (LSJ)

ον, straight-running, πρίων AP6.103 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1245] gerade laufend, πρίων, Philpp. 15 (VI, 103).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court en droite ligne.
Étymologie: ἰθύς, δραμεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἰθῠδρόμος: (ῑ) движущийся по прямой линии (πρίων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυδρόμος: ῑ, ον, ὁ ἔχων εὐθεῖαν κίνησιν, πρίων Ἀνθ. Π. 6. 103· - οὐσιαστ. ἰθυδρομία, ἡ, ἰθ. τῶν πόρων Ἑρμῆς Τρισμέγ.

Greek Monolingual

ἰθυδρόμος, -ον (Α)
ευθυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. ημεροδρόμος, πελαγοδρόμος.

Greek Monotonic

ἰθυδρόμος: [ῑ], -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει σε ευθεία κίνηση, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἰ¯θυ-δρόμος, ον δραμεῖν
straight-running, Anth.